Είμαστε μια τεράστια συντροφιά. Μια μεγάλη παρέα. Συγκεντρωθήκαμε μια μέρα, στην αρχή του άγνωστου χρόνου. Mαζευτήκαμε όλοι γύρω από την Πρώτη Φωτιά και αναγκαστήκαμε να μοιραστούμε ένα και μόνο όραμα. Το πεπρωμένο μας. Την αποστολή μας, την ολοκλήρωση και την τελειοποίησή μας.
Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Δεν είχαμε ούτε θα έχουμε ποτέ άλλο δρόμο. Φοβισμένοι και εκστατικοί, σιωπηλοί και μουδιασμένοι έπρεπε να δεχθούμε τη συνέχεια στη ροή, την εξέλιξη στην άνοδο.
Υποχρεωθήκαμε να μοιραστούμε ως και τις πιο μύχιες σκέψεις μας.
Δεν είχαμε την πολυτέλεια να διαφωνήσουμε.
Δεν υπήρχε ο χρόνος να συζητήσουμε.
Δεν υπήρχε τίποτα να συζητήσουμε.
Υπήρχε μονάχα το απέραντο μέλλον.
Και υπήρχαμε κι εμείς. Καθισμένοι γύρω από τη Μεγάλη Φωτιά. Κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, δίχως να μιλάμε γιατί δεν υπήρχε τίποτα να πούμε.
Βυθισμένοι στις ρυτίδες του κόσμου που ξεκινούσε την ανηφορική του διαδρομή.
Στη μέση του ωκεανού του χρόνου, ναυαγοί, χωρίς να έχουμε ακόμη συνείδηση της απεραντοσύνης του.
Μικροί ιχνευτές του Απείρου, φορτωμένοι στις βρεφικές μας πλάτες τη μοίρα του σύμπαντος όλου και των αμέτρητων γενεών που ήταν να έρθουν μετά από μας.
Οι απόγονοι θα ήταν η ελπίδα μας.
Κληρονόμοι μας θα ήταν η κατανόηση και η αγάπη.
Η αγάπη που πότιζε τα φρέσκα χώματα ενός νιογέννητου άνθους.
Και τότε, η σκέψη μας σκοτείνιασε από ένα σύννεφο γκρίζο και άσχημο.
Θα’ταν η αγάπη μας άραγε η μόνη μάνα και τροφός του κάθε γιου μας;
Θα’ταν η ελπίδα η αδελφή στη ρότα του μελλοντικού ανθρώπου;
Και η Δημιουργία θα’τανε ερωμένη της κατανόησης και της συμπόνιας;
Στις περπατησιές των φωτεινών καιρών θα έβρισκαν ίχνη άραγε οι υπηρέτες της Νύχτας;
Και κλείσαμε στα ζεστά μας χέρια άμμο και θάλασσα.
Μια ηλιαχτίδα και μια αστραπή.
Τον άνεμο και τη φωτιά.
Έτσι ας πλαστεί του μέλλοντος η εικόνα.
Έτσι ας γεννηθούν οι κόρες των θυγατέρων μας και οι γιοι των γιων μας.
Και ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλο.
Η τελευταία ανάσα που θα ακουστεί δεν θα είναι δική μας.
Το πρώτο φως ας ανατείλει ελεύθερα!!
[πρωτογραφή 1996]