ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΕΛΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ; Ή ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΛΟΓΙΚΑ ΤΡΕΛΗΣ;
Θα ήθελε να ήταν δέκα οκτώ ετών αλλά δεν ήταν, ήταν τριάντα πέντε. Θα ήθελε να μην είχε χωρίσει ποτέ, αλλά τα τελευταία τέσσερα χρόνια αυτό αποτελούσε μια γλυκιά ή πικρή, όπως το πάρει κανείς, ανάμνηση. Θα ήθελε να αγαπήσει και να αγαπηθεί, αλλά η καρδιά της ήταν μια σκληρή ηφαιστειακή πέτρα, που δεν έσπαγε με τίποτα. Θα ήθελε να είναι μια ξανθιά βόρειο-ευρωπαία με τέλειες αναλογίες, αλλά ήταν μια κλασσική χαμηλοκάπουλη μεσογειακού τύπου κοπέλα. Θα ήθελε να έχει ένα παιδί, αλλά όταν έπρεπε, τότε τον καιρό που ήταν ακόμη παντρεμένη, το είχε αρνηθεί στον τότε σύζυγό της.
Θα ήθελε να είναι πουλί, να απλώσει τα φτερά της και να πετάξει μακριά από όλους και από όλα σε ξένα μακρινά μέρη, αλλά δεν μπορούσε, όσο και να κούναγε τα χέρια της δεν πετούσε. Θα ήθελε να απαγκιστρωθεί από την σφικτή αγκαλιά των γονιών της, αλλά φοβόταν την ανασφάλεια. Θα ήθελε να κάνει μια συναρπαστική δουλειά, αλλά βολεύτηκε σε μια δημόσια υπηρεσία που το μόνο που μετρούσε εκεί ήταν ο χρόνος για την σύνταξη. Θα ήθελε να κάνει κάτι δημιουργικό στη ζωή της, ζωγράφος ή ηθοποιός ή συγγραφέας δεν είχε σημασία, αλλά στο μόνο που είχε καταφέρει ήταν να παίζει και να λύνει πασιέντζες στον υπολογιστή της, φοβούμενη ίσως να ξεκινήσει κάτι που από την αρχή το είχε ξεγράψει. Μάλλον φοβόταν τον ίδιο της τον εαυτό. Ποτέ δεν είχε κάτσει απέναντι από τον καθρέπτη να μιλήσει. Να δει το πρόσωπό της καθαρά, όχι με τα μάτια τα σάρκινα, αλλά με αυτά της ψυχής της, να ρωτήσει με βλέμμα καθαρό και αγέρωχο: «Αναστασία τι είναι τελικά αυτό που θέλεις, τι είναι αυτό που θα σε κάνει ευτυχισμένη;»
Και ζούσε ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει και η ζωή κυλούσε ρυάκι γάργαρο από δίπλα της, μόνο που εκείνη δεν έβαζε τη χούφτα της μέσα να αρπάξει μερικές σταγόνες για να δροσίσει το άνυδρο είναι της.
Πειραματίστηκε ερωτικά και με τα δύο φύλα, σε κανένα όμως δεν έβρισκε αυτό που ζητούσε (άσχετα αν παντρεύτηκε), γιατί πολύ απλά δεν ήξερε τι ήταν αυτό που έψαχνε. Πέρασε μερικά φεγγάρια παρέα με παραισθησιογόνες ουσίες, μα πάλι τίποτα, καμιά παραίσθηση δεν προκάλεσαν στην καρδιά της, μπας και ξεγελαστεί και της αποκαλύψει μόνη της τι ήταν αυτό που θα την έκανε πραγματικά ευτυχισμένη. Δοκίμασε ποτά, ξενύχτια, παρέες με διαφορετικά άτομα, τίποτα. Η ζωή της είχε ξεφύγει από τον έλεγχό της, όπως χάνεις τον έλεγχο του αυτοκινήτου που οδηγείς . Δεν μπορείς να αντιδράσεις, ξέρεις ότι η σύγκρουση είναι σίγουρη, αυτό που προσπαθείς είναι απλά να πέσεις κάπου στα μαλακά ,περιμένοντας τον άγγελο ή τον δαίμονα να σε λυπηθεί και να σε σώσει.
Η μαμά της πάντα της έλεγε ότι ήταν χαρισματικό παιδί ,αφού είχε μοιάσει φυσικά σε εκείνη, μια πλούσια ζωντοχήρα με πλούσιο I.Q. και μια πλούσια προδιάθεση οικογενειακής σχιζοφρένειας. Η Αναστασία ήταν ζωντοχήρα, αλλά όχι πλούσια, είχε μέτριο δείκτη νοημοσύνης και όσο για την προδιάθεση ο προσωπικός της ψυχοθεραπευτής τη είχε διαβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί σε εκείνη, αφού δεν είχε εμφανιστεί τότε που με την θέλησή της δολοφόνησε το αγέννητο παιδί της, αποτέλεσμα μια ξέφρενης ερωτικής καλοκαιρινής νύχτας σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι της Μυκόνου με κάποιον μεθυσμένο Γερμανό τουρίστα που δήλωνε υπερρεαλιστής ποιητής.
* * * *
Ώσπου μια μέρα, που λένε και στα παραμύθια, αυτό που θα την έκανε χαρούμενη παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια της. Ήταν ένα πράσινο μικροσκοπικό ανθρωπάκι, το οποίο αντίκρισε μόλις ξύπνησε δίπλα στο κομοδίνο της.
«Καλημέρα», της είπε.
«Καλημέρα», του απάντησε.
«Με λένε Σοφοκλή».
«Και μένα…»
«Ξέρω, Αναστασία».
«Καλά πως το ξέρεις;»
« Ήρθα με ένα σκοπό, να σε κάνω, ευτυχισμένη, για αυτό από πριν έχω μαζέψει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για σένα».
Κοίταξε το πράσινο ανθρωπάκι. Πόσο της έμοιαζε!
«Ξέρω τι σκέφτεσαι;».
«Τι;»
«Πόσο μοιάζουμε, λοιπόν θα σου πω ένα μυστικό ,αλλά μην το πεις σε κανένα, εντάξει;»
«Έχεις τον λόγο μου».
«Είμαι το υποσυνείδητό σου, που αποφάσισα να βγω από μέσα σου και να κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να σε κάνω να γελάς».
«Εντάξει, αν με κάνεις να γελάω μπορείς να μείνεις».
Το πράσινο ανθρωπάκι, ο Σοφοκλής, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε πάνω στον αριστερό της ώμο. Πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ένα καφέ να ανοίξει το μάτι της. Ο Σοφοκλής κολλημένος στον ώμο της. Της ψιθύριζε ανέκδοτα και όμορφα κομπλιμέντα στο αυτί και η Αναστασία γέλαγε.
Πέρασε η μέρα, πέρασε η δεύτερη μέρα, πέρασε η τρίτη μέρα. Η Αναστασία μέσα στην τρελή χαρά. Κανείς όμως δεν μπορούσε να την καταλάβει μόνο την κοιτούσαν περίεργα και με καχυποψία κουνώντας αποδοκιμαστικά κάπου-κάπου το κεφάλι τους.
Την τέταρτη μέρα η μητέρα της την ρώτησε: «Τι είναι αυτό που σε κάνει να γελάς και να μιλάς μόνη σου κόρη μου;». «Μαμά ναι γελάω, αλλά που το είδες πως μιλάω μόνη μου;». «Μα δεν μιλάς μόνη σου;», έκανε απορημένη η μάνα. Η Αναστασία κοίταξε τον Σοφοκλή που της χαμογελούσε και της είπε: «Μα καλά δεν βλέπεις τον Σοφοκλή;» «Ποιον Σοφοκλή κόρη μου, μήπως παραλογίζεσαι;». «Να αυτό το πράσινο ανθρωπάκι που μου μοιάζει και κάθεται στον ώμο μου!». Κοιτάει η γριά πάνω από τον ώμο της, βλέπει το τίποτα, ούτε Σοφοκλή ούτε πράσινα και κόκκινα άλογα.
Την πέμπτη μέρα η μάνα κρατούσε από το χέρι την Αναστασία οδηγώντας την, όπως κατευθύνει ένα λαμπραντόρ τον τυφλό αφέντη του, σε ένα ειδικό γιατρό. Η κόρη τον χαβά της. Ο Σοφοκλής ακούνητος στη θέση του δεν μίλαγε, παρά μόνο να παρακολουθούσε την σκηνή.
Έκτη μέρα οι πόρτες του Δαφνιού άνοιξαν για να υποδεχθούν την κόρη και τον παλιάτσο της.
«Σοφοκλή, γιατί μας έφεραν εδώ;» τον ρώτησε ανήσυχη.
«Μην ανησυχείς, όσο είμαι εγώ δίπλα σου, μην φοβάσαι, τίποτα», της απάντησε πατρικά.
«Σοφοκλή πες μου κανένα αστείο να γελάσω, γιατί αυτά τα κίτρινα χαπάκια που μου έδωσαν μου φέρνουν μεγάλο πόνο, δεν ξέρω που ακριβώς, κάπου κοντά στην καρδιά μου».
«Λοιπόν θα σου πω ένα ανέκδοτο για μια ξανθιά…»
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει την πρότασή του και δύο ασπροντυμένοι ,σαν νύφες που ποτέ δεν πρόκειται να παντρευτούν , νοσοκόμοι την τράβηξαν βίαια έξω από το θάλαμο και την έσυραν, σαν φρεγάτα παροπλισμένη, σε ένα σκοτεινό κελί. Η θεραπεία του ηλεκτροσόκ ξεκίνησε και ο Σοφοκλής εξαφανίστηκε, εξαϋλώθηκε.
Ξύπνησε αποκαμωμένη, δεν ήξερε πόση ώρα κοιμόταν. Με μάτια που πετούσαν σπίθες, έψαχνε τον Σοφοκλή. Αυτός κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι της πιάστηκε από το σεντόνι και σαν πραγματικός ορειβάτης- ακροβάτης, σκαρφάλωσε και βρέθηκε στην αγαπημένη του θέση.
«Νόμιζα ότι έφυγες για πάντα!»
«Δεν πρόκειται να φύγω, ποτέ από κοντά σου, μπορεί για λίγο να χαθώ, ξέρεις καμιά φορά τρομάζω και εγώ, αλλά πάντα θα έρχομαι δίπλα σου να σε συντροφεύω».
«Ευχαριστώ», είπε με τα μάτια βουρκωμένα.
«Δεν είπαμε πάντα μαζί;»
«Σοφοκλή, γιατί μας έκλεισαν εδώ και μας κάνουν αυτά τα φριχτά βασανιστήρια;»
«Τι να σου πω δεν ξέρω. Ανθρώπων έργα…»