H καταιγίδα συνέχισε να χτυπάει με μανία τα δέντρα έξω από το άνοιγμα. Αποκλεισμένη σε αυτήν την άθλια σπηλιά, καθώς η βροχή με βρήκε μακρυά από το χωριό. Κι όμως από το πρωί κάτι δε μου άρεσε, μια ανησυχία τάραζε την ηρεμία του καλοκαιριάτικου μεσημεριανού. Ένας φόβος, ο φόβος του σκοταδιού, του υποχθόνιου σκίαζε τα γέλια των παιδιών. Όχι δεν φταίνε οι ιστορίες που μας έλεγαν παιδιά για να μας εμποδίσουν να απομακρυνθούμε κι όμως στα πρόσωπα όλων των γηραιότερων έβλεπες ένα σκοτεινό μήνυμα.
Ένα μήνυμα που πέρναγε από γεννιές σε γεννιές χωρίς ποτέ να φτάσει στη δική μου. Όλα συνέχιζαν στους καθημερινούς τους ρυθμούς, ο ήχος της ζωής ωστόσο δεν ακουγόταν, μια νεκρική σιωπή παλλόταν στον αέρα. Με εξαίρεση τους ανθρώπους η φύση είχε πέσει σε καταστολή, απόλυτη σιωπή ακόμη και οι μεγάλοι, οι πολύ μεγάλοι σε ηλικία ψυθίριζαν και κοίταγαν συνέχεια προς το μαύρο δάσος, μαύρο λόγω του μαύρου έλατου και της πυκνής βλάστησης που εμποδίζει τις αχτίνες του ήλιου να αγγίξουν τη γη.
-Μη πας στο δάσος σήμερα Σοφία, μου είχε πει το μεσημέρι ο παππούς μου ο Ηλίας
-Γιατί παππού; Με χρειάζεσαι σε καμμιά δουλειά;
-Όχι τσούπρα μου απλά δε θέλω να πας σήμερα στο δάσος, πόσο μάλλον μόνη σου!
-Βρε παππού μου δεν υπάρχει ο κακκός ο λύκος και εγώ δεν είμαι η κοκκινοσκουφίτσα. Άλλωστε από παιδί πάω βόλτες στα βουνά και δεν έχω πάθει τίποτα ή θα μου πείς και εσύ τηην ανοησία για την αρκούδα;
-Όχι εγώ δε θα σου πω καμμιά τέτοια βλακεία, ξέρω πως και την αρκούδα να δεις θα κάτσεις και θα την χαιδέψεις. Απλά σε παρακαλώ μη Π-Α-Σ!!!, η φωνή του παππού είχε σπάσει τόσο πολύ και ήταν έτοιμος να δακρύσει . Τα μάτια του ήταν ανήσυχα και η μελιά τους απόχρωση είχε γίνει μαύρη. Είχε ξεσπάσει σε αναφιλητά...Δεν μπορούσα να τον βλέπω έτσι.
-Εντάξει. Δεν θα πάω στο δάσος. Ηρέμισε δε μπορώ να σε βλέπω έτσι.
-Στο ξαναλέω ΣΗΜΕΡΑ μη πάς στο δάσος!
-Σου είπα δε θα πάω, ξέρεις ότι δε μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι
-Σε πιστεύω... ,ο παππούς είχε πάψει να παίζει το κεχριμπαρένιο κομπολόι του και με κοίταγε βαθιά μέσα στα μάτια για να δει αν του έλεγα ψέμματα , μετα από αρκετά λεπτά τα μάτια του είχαν ηρεμίσει φαίνεται ότι κατάλαβε ότι δεν του έλεγα ψέμματα και συνέχισε... Τι θα κάνεις σήμερα;
- Τι έγινε παππού; Τώρα θα μου κάνεις και έλεγχο; Βαριέμαι να δίνω αναφορές, οτι είναι να κάνω θα στο πω , αλλά μη με ρωτάς νιώθω ότι δε με εμπιστεύεσαι και δεν θα σου πω τίποτα...
Έλα όμως που τα άλλα τα χαζά σήμερα ειδικά ήθελαν να πάνε να δούν το ποτάμι και τους καταράκτες, βαθιά μέσα στο δάσος. Όταν μαζευόντουσαν στην κεντρική πλατεία ο παππούς ήταν εκεί. Δεν σκόπευα να αθετήσω την υποσχεσή μου έτσι σηκώθηκα από την παρέα των παιδιών και κάθισα δίπλα του, τότε ήταν που ήρθε η Βίκη: 'Έλα ρε Σοφία μη με αφήνεις μόνη μου, θέλω παρέα , άσε που δεν θα με αφήσουν αν δεν είσαι και εσύ! Σε παρακαλώ". Ο παππούς με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και λίγισε, ήταν έτοιμος να κλάψει, κοιτώντας το πάτωμα ψυθίρισε να πάω μαζί τους και να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα, να προσέχω τους άλλους και κυρίως τον εαυτό μου. Έτσι ξεκινήσαμε με γέλια για την εκδρομή μας, κι όμως όλοι στην πλατεία μας κοίταζαν σαν πηγαίναμε σε πόλεμο, σαν να μην υπήρχε περίπτωση να μας ξαναδούν.
Η διαδρομή μέσα στο ποτάμι ήταν αρκετά δύσκολη. Δεν είχαμε μόνο τη γεωγραφική δυσβατότητα αλλά και κάποια άτομα - κυρίως κοπέλες- που δεν ήξεραν πως να βαδίζουν σε πετρώδης ωρεινές περιοχές. Εγώ κρατούσα τη Βίκη για να μην πέσει.
-Ααααααααα, ακούστηκε μια ψιλή, τσιριχτη γυναικεία φωνή από μπροστά.
-Ηρέμισε, έλα ηρέμισε απλά ένα φιδάκι ήταν., ακούστικε ο Λευτέρης να λέει στην Χρύσα.
-Είμαι σίγουρη πώς δεν ήταν φίδι, το ορκίζομαι!, έλεγε κλαίγοντας αυτήν
-Σταμάτα να χαζοκλάις! Σε δάσος είμαστε τι περίμενες ... παντού θα κυκλοφορούν και φίδια και άλλα ζώα ή ζωύφια. Μέχρι και στο σπίτι σου υπάρχουν κατσαρίδες... Σταμάτα να κλαις και συνέχισε να περπατάς ή γύρνα πίσω , αλλά μη μας καθαστερείς γιατί μαζεύονται σύννεφα., ήταν ο Χρίστος που την επέπλειτε. Είχε νευριάσει γιατί καθώς πέρναγε η ώρα τόσο ο καιρός από ηλιόλουστος μετατρεπόταν σε βροχερός και αυτό θα εμπόδιζε την ανάβαση μας στο ποτάμι, άσε που πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να φούσκωνε ξαφνικά το ποτάμι και να χανόμασταν και 14 μας.
Η Χρύσα τελικά ηρέμισε και συνεχίσαμε την πορεία μας. Μέσα μου κάτι όμως μου έλεγε ότι θα έπρεπε να επιστρέψουμε πίσω , ότι κάποιο κακό θα πάθουμε. Όμως ακολουθούσα κρατώντας την Βίκυ από το χέρι για να την στειρίζω και δεν μιλούσα, το ενστικτό μου - που με είχε γλυτώσει άπειρες φορές - είχε χτυπήσει κόκκινο και με προειδοποιούσε για κάτι....
(Συνεχίζεται.....)