ΜΙΑ ΤΑΥΡΟΜΑΧΙΑ ΧΩΡΙΣ ΙΣΠΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΞΙΚΑΝΟΥΣ
«Αγάπη μου βάλε ένα ποτήρι νερό σε παρακαλώ», της είπε ο Μάρκος.
Η Άννα πήγε με αργά βήματα προς την κουζίνα. Πόσο τον μισούσε αυτόν τον τύπο. «Ο Μάρκος», είπε από μέσα της. «Που να ξέρω πριν δέκα χρόνια, ότι θα έβγαινε τόσο μεγάλο κάθαρμα!» σκέφτηκε καθώς έβαζε το ποτήρι κάτω από την βρύση. Το νερό έτρεχε και εκείνη βυθισμένη στις σκέψεις της δεν κατάλαβε ότι σχεδόν είχε γεμίσει ο νιπτήρας μέχρι πάνω. Έβγαλε την τάπα από τον νιπτήρα και το νερό έφυγε ορμητικά προς την αποχέτευση. «Αχ, να μπορούσα να φύγω και εγώ έτσι, να εξαφανιστώ…» σιγοψιθύρισε και ένας μικρός αναστεναγμός βγήκε από μέσα της.
Μια φωνή ακούστηκε από την άλλη άκρη του σπιτιού βαριά και απειλητική σαν επερχόμενη καταιγίδα: «Άντε μωρή, πάρε τα πόδια σου, διψάω». Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα του Μάρκου. Μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξει στάση απέναντι στο οποιοδήποτε θέμα. Είχε μεταμορφώσει με ένα αόρατο μαγικό ραβδάκι το «αγάπη μου σε παρακαλώ» σε «μωρή πάρε τα πόδια σου». Όπως σε μια στιγμή είχε αλλάξει ποδοσφαιρική ομάδα, όπως σε μια στιγμή είχε αλλάξει πολιτικές πεποιθήσεις, όπως σε μια στιγμή της έκανε πρόταση γάμου, όπως σε μια στιγμή της είπε να ρίξουν το παιδί που κουβάλαγε επί τρεις μήνες στα σπλάχνα της. Θυμάται ακόμη τις λέξεις που βγήκαν από το στόμα του σαν αόρατες σφαίρες: «Δύο είναι κάτι παραπάνω από αρκετά». Και ας τους είχε πει ο γιατρός ότι μια τέτοιου είδους εγχείρηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την ζωή της και ότι θα ήταν καλύτερα για όλους να κρατήσουν το παιδί. Αυτός εκεί χαμένος στον κόσμο του, να θέλει να περνάει το δικό του και όλοι οι άλλοι να πάνε να γαμ..…νε. Μόνο με έναν τα είχε καλά, με τον εαυτό του και με αυτόν όχι όλες τις ώρες.
Του έδωσε το ποτήρι με την κρυφή ελπίδα να στραβοκαταπιεί και να πεθάνει. Εκείνος να απλώνει το χέρι του προς το μέρος της παρακαλώντας την να τον βοηθήσει και εκείνη να γελάει σα να βλέπει παλιά ελληνική κωμωδία. Βέβαια μετά, στην κηδεία θα δήλωνε συντετριμμένη και θα έκλαιγε…από χαρά, μόνο που κανένας δεν θα την καταλάβαινε, όλοι θα νόμιζαν ότι πενθεί πραγματικά. Έπειτα θα κέρναγε κονιάκ τους παρευρισκόμενους όχι για την θύμησή του εκλιπόντος, άλλα εις υγείαν της νέας της ζωής.
Τα γένια του είχαν κολλήσει πάνω στο στόμιο του ποτηριού την ώρα που έπινε άπληστα το νερό. Μετά την κοίταξε με ένα βλέμμα περιφρόνησης, έξυσε τα αχαμνά του και ρεύτηκε μεγαλοπρεπώς. «Ζω με ένα δίποδο γουρούνι», σκέφτηκε και το μυαλό της ταξίδεψε πολλά χρόνια πίσω, τότε που ήταν μαθήτρια στην πρώτη γυμνασίου, τότε που ένας λιμοκοντόρος δασκαλάκος της κακιάς ώρας προσπαθούσε να τους διδάξει τα πάθη και τα λάθη του Οδυσσέα. Παιδούλα καθώς ήτανε έβαζε με το μυαλό της ότι ήταν η Πηνελόπη που περίμενε τον ξενιτεμένο άντρας της. Όσοι έμπαιναν εμπόδιο στο σμίξιμό τους, τους μισούσε. Τη Ναυσικά, τον Πολύφημο μα πιο πολύ την Κίρκη. Τώρα είκοσι χρόνια μετά δεν θα ήθελε να είναι η Πηνελόπη, μιας και ο «αγαπημένος» της βρισκόταν θρονιασμένος με την κίτρινη ξεθωριασμένη φανέλα του και το άπλυτο σώβρακο των τεσσάρων ημερών στον καναπέ του σαλονιού. Θα ήθελε να ήταν η Κίρκη, μόνο που δεν θα τον μεταμόρφωνε σε γουρούνι, αφού κάτι τέτοιο το είχε καταφέρει από μόνος του και ομολογουμένως χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια μιας και κατά πως φαινόταν είχε κληρονομήσει στα γονίδια του αυτό το χάρισμα από τον άχρηστο πατέρα του και πεθερό της, θα προσπαθούσε να τον μεταμορφώσει σε άνθρωπο. Όχι στο σώμα απαραίτητα, αλλά σε όλα τα άλλα χαρακτηριστικά που κάνουν το ανθρώπινο γένος να ξεχωρίζει από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Θα του έδινε καρδιά, καρδιά για να αγαπήσει όχι απαραίτητα αυτήν και λογική για να μπορέσει να σκεφτεί και ψυχή για να μπορέσει να νιώσει πράγματα που έχουν να κάνουν πέρα από την ευχάριστη αίσθηση μιας παγωμένης μπύρας ή μιας καλοψημένης μοσχαρίσιας μπριζόλας.
Άναψε ένα τσιγάρο και σχημάτισε με το στόμα του μεγάλα και παχιά δακτυλίδια καπνού. Ίσως μόνο για αυτό να ήταν ικανός. Άλλαζε δουλειές σαν τα πουκάμισα, ίσως και πιο συχνά μιας και τα πουκάμισα δεν ήταν το αγαπημένο του ρούχο προς αλλαγή. Πάντα όμως λίγο πριν την οικονομική καταστροφή βρισκόταν η λύση, σαν τα καρβέλια που έριξε στους λυσσασμένους από την πείνα Εβραίους ο Γιαχβέ. Αν ήταν ήρωας κόμικς σίγουρα θα ήταν ο Γκαστόνε. Και η Άννα στο ρόλο του αιώνιου άτυχου Ντόναλντ.
Κάθισε στην καρέκλα και τον κοίταξε με ένα βλέμμα που αν ήταν κοκτέιλ θα είχε σαν βασικά συστατικά τη λύπηση, τον οίκτο και την απέχθεια. Απορούσε πως καθόταν ακόμη εκεί μαζί του, στο ίδιο δωμάτιο, πως κοιμόταν μαζί του στο ίδιο κρεβάτι, πως άφηνε τη ζωή της να περνά μαζί του, έτσι χωρίς ουσιαστικό λόγο.
Έπιασε την ματιά της και σβήνοντας με τα χοντρά του δάκτυλα το τσιγάρο στο τασάκι τής είπε: «Δεν σου αρέσω πια; ε;» περιμένοντας την αντίδρασή της. Δεν μίλησε, μόνο σούφρωσε τα χείλη της σαν πεντάχρονο που μόλις το είχαν μαλώσει οι δικοί του.
«Δεν είμαι ότι ονειρεύτηκες; ε;» της είπε με μια ειρωνεία που χρησιμοποιούν οι βασανιστές στα θύματά τους.
Δεν ήξερε αν έπρεπε να ανοίξει το στόμα της. Όχι δεν τον φοβόταν. Αλλά μάλλον ήταν μάταιος κόπος, σα να ζητάς από ένα χιμπατζή να ξεφλουδίσει και να φάει την μπανάνα του κρατώντας μαχαίρι και πιρούνι. Τελικά ίσως βασιζόμενη στο ένα εκατομμυριοστό που είχε σαν πιθανότητα να δει μια λογική αντίδραση είπε μια μόνο λέξη: «Όχι» και τον κοίταξε κατάματα όπως κοιτάει ένας ταυρομάχος τον ταύρο λίγο πριν την έναρξη της ταυρομαχίας.
Ο «ταύρος» ρουθούνισε και έσκαψε με το αριστερό μπροστινό πόδι το έδαφος. Έτοιμος για την επίθεση. «Όταν σε παντρεύτηκα δεν σου έδωσα καμία γραπτή εγγύηση». Προχώρησε δύο βήματα προς το μέρος της. «Και να έδινες ξέρω ότι δεν θα την τηρούσες», είπε και κούνησε το χέρι της σα να έδειχνε κάτι πίσω από τον ώμο του, ίσως ένα φανταστικό κοινό σε μια ισπανική αρένα.
«Γιατί δεν σου αρέσει έτσι όπως περνάς μαζί μου;» την ρώτησε και έκανε ακόμη δύο βήματα. Ήταν τόσο κοντά της που μπορούσε να μυρίσει την ανάσα του. Έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της, σα να κρατούσε κόκκινο μαντίλι και προσπάθησε να μην κάνει εμετό από την αηδία. «Φύγε βρωμάς σαν ζώο», του είπε και εκείνος ερεθισμένος από το φανταστικό μαντίλι όρμηξε με τα «κέρατά» του και της έσκισε το μπλουζάκι. Έβγαλε τα νύχια της που έμοιαζαν με αυτά τα μικρά σπαθάκια του ταυρομάχου και του χαράκωσε τα πλευρά. Μούγκρισε από τον πόνο. «Σκύλα!» και σηκώνοντας το χέρι τής έριξε δύο σκαμπίλια. Βρέθηκε στο πάτωμα. Το αόρατο κοινό παρακολουθούσε με αγωνία. Θα επιβίωνε ο ταυρομάχος από τον ταύρο;
Της έσκισε το βαμβακερό σλιπάκι που φορούσε και μπήκε μέσα της με οργή. «Σου αρέσω τώρα;» την ρώτησε ενώ η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο γρήγορη. «Φύγε από πάνω μου κτήνος», τον παρακάλαγε ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. «Αν δεν τελειώσω δεν πρόκειται να φύγω!» της είπε λαχανιασμένα ενώ επιτάχυνε τις κινήσεις του. Χτύπαγε τα πόδια της σαν πληγωμένο ελάφι κάτω στο πάτωμα. Όμως ο ταύρος δεν έδινε σημασία. Ο ταυρομάχος έπρεπε να πάρει το μάθημά του.
Μέσα στην αγωνία της προσπάθησε να φτάσει με το χέρι της ένα φωτιστικό δαπέδου. Ήθελε μόνο λίγο για να το φτάσει. Η λεκάνη του Μάρκου κουνιόταν όλο και πιο πολύ. Την ώρα που φώναξε « τελειώνω π……να!» η λάμπα προσγειώθηκε στο κεφάλι του.
Φανταστικά τριαντάφυλλα έπεφταν στο πάτωμα την ώρα που ο ταυρομάχος πατούσε με το πόδι του το λαβωμένο κορμί του ταύρου.
Ένα αγόρι και ένα κορίτσι μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Ίσως να ήθελαν αυτόγραφο από τον μεγάλο και τρανό ταυρομάχο. Πλησίασαν και ρώτησαν: «Μαμά, τι έπαθε ο μπαμπάς;»
«Τίποτα παιδιά μου, απλά παίζαμε ένα παιχνίδι και κουράστηκε!» έκανε και τους χάιδεψε το κεφάλι. Βγήκαν από το καθιστικό ενώ όλοι θεατές έριχναν μέσα στο γήπεδο τα καπέλα τους.