Μικρό διήγημα για μια μεγάλη καταστροφή
Βγήκε ο τρελός στη μέση της πλατείας Στη μέση αυτού που ήταν κάποτε η πλατεία για την ακρίβεια και τώρα μετά το βομβαρδισμό έγινε ένας σωρός από πέτρες, γυαλιά απ΄ τα γύρω καταστήματα, ανάμεσα τους φύλλα - το δέντρο εξαφανίστηκε, έγινε σύννεφο είπε ο τρελός- ένα καρό μαντήλι κοκκινόμαυρο και μια παλιά φθαρμένη τσάντα γεμάτη με χρυσαφικά που κάποιος ανεπιτυχώς προσπάθησε να γλυτώσει
Έκανε τα χέρια του χωνί, ο τρελός Φώναξε
-Ελάτε Εδώ να μαζευτούμε Καθένας να φέρει κι ένα παράθυρο από το σπίτι του Ξεριζώστε αν δεν είναι ήδη ξεριζωμένο ένα παράθυρο και φέρτε το εδώ
-Τρελέ ακούστηκε απ΄ τα χαλάσματα Φωνή σαν σκόνη
Σήμερα είσαι πιο τρελός απ΄το κανονικό σου Γιατί βρε θεότρελε να φέρουμε τα παράθυρα; Σε τι θα χρησιμεύσει;
- Να γνωριστούμε Καθένας με το παράθυρο του άλλου
- Κι ύστερα τι αλαφροίσκιωτε; είπε η φωνή από σκόνη κι ένα παιδί του πέταξε ένα σαπισμένο μήλο Το πήρε , το γυάλισε, παραμέρισε κάτι πέτρες κι εκεί το έκρυψε
- Δεν μας χρειάζεται πια, είπε Δεν μας χρειάζεται..
Ελάτε Ελάτε με τα παράθυρα σας συνέχισε να διαλαλεί
Μαζεύτηκαν δυο τρεις από περιέργεια Έτσι κι αλλιώς μες στα χαλάσματα δουλειά δεν είχαν Ήταν μια κάποια απασχόληση ο τρελός, θα έσπαγαν πλάκα, θα ξεχνιόντουσαν απ΄το κακό που τους βρήκε, έστω προσωρινά Γίνανε τέσσερις, πέντε, δέκα πλήθαιναν όσο περνούσε η ώρα και ένας εμφανίστηκε με ένα ξεχαρβαλωμένο παράθυρο στα χέρια και το κουνούσε περιπαικτικά προς τον τρελό
- Έφερα το παράθυρο μουρλέ πες τώρα τι να το κάνω; και χασκογέλασε
-Πολλά να φέρετε δεν φτάνει ένα
-Τί να τα κάνουμε άνθρωπε μου είπαν όλοι μαζί Πας να μας παλαβώσεις; Να 'χεις παρέα θες στη μουρλαμάρα σου; και έκαναν να φύγουν κουνώντας τα χέρια με αποδοκιμασία
- Σπίτια να χτίσουμε καινούργια Καινούργια σπίτια μα με τα παλιά παράθυρα Δεν πρέπει να ξεχνάμε Και καθείς να πάρει του άλλου το παράθυρο, να γίνει ανταλλαγή Να δει ο καθένας μέσα από το παράθυρο του άλλου Έτσι θα ξανακτίσουμε τα χαλάσματα κι αν έτσι είναι καμωμένα χαλάσματα δεν θα ξαναγίνουν ποτέ
-Περιμένω είπε ήσυχα κι αυτοί που τον περίπαιζαν, αυτοί που είχαν κινήσει για να φύγουν, κοντοστάθηκαν