Ήταν προπύλαια αυγής όταν έρριξα τις ελιές στο τραπέζι, για να τις δεί η μέρα που ερχόταν και να μείνει ήρεμη και γαλήνια μαζί μου. Ήταν μια παραφυάδα θύμησης πικρής, που μ' έκανε να ρίξω στο τσουκάλι τα ξύλα της κανέλλας, να μυρωδίσει η σκέψη μου. Και η ξεχασμένη φωλιά του κότσυφα στην λεμονιά, άδεια - παρατημένη,να μου δείχνει τις βαλίτσες της νοσταλγίας, ξεκούμπωτες μα πάντα κλειστές, γεμάτες πονεμοκάρδι και σκόρπιο αναφιλητό. Και το λιοπύρι ν' ανεβαίνει τα πετροχάλικα διψώντας, κάνοντας τα φύλλα της αγκυνάρας να σκύψουν στο χώμα για λίγη δροσιά.
Όταν απλώθηκε το άλογο του μεσημεριού, σκορπίζοντας βαριά την πυρωμένη ανάσα του. Και τα κάστρα πεισμωμένα και πάλι, να στέκονται όρθια και ν' απωθούν την ενοχλητική πολιορκία του λίβα. Κι' εγώ έτρεξα για βοήθεια, ρίχνοντας το λιβάνι στην φωτιά, για να σβήσω τον καπνό της σκέψης, ξεγελώντας τον, ζαλίζοντας στο άρωμα όλες τις μαύρες φτερούγες των άσπρων περιστεριών μου. Φωνάζοντας αμίλητα τις τύχες, παρακαλώντας τούς χτύπους της καρδιάς να κοπάσουν.
Κι' όταν έκατσε η σφήκα στο κυκλάμινο για να ρουφήξει το νέκταρ, έριξα τις τελευταίες σταγόνες αγιασμού στο τσουκάλι, που ηρέμησε.
Κι' άπλωσα τραπεζομάντηλο λευκό, στου πλάτανου την πεζούλα από κάτω, μαζί μ' όλους εσάς, για μια μπουκιά κι' ένα κρασί, πριν όλοι φύγουμε μαζί, για την Παρθένα την Πηγή, της γης την Παραμάνα.
Νίκος Στυλιανού