Φεύγω για λίγο από αυτή την γκρίζα πόλη
Που μονίμως είναι πνιγμένη σε ένα μεγάλο σύννεφο.
Πάω λίγο πιο κάτω,πιο νότια,στο χωριό μου
Σε κείνη την πράσινη θάλασσα που ήταν ήσυχη σαν λάδι.
Σε κείνα τα τελευταία καλοκαίρια σαν παιδί.
Είμαι τυχερός γιατί θεωρώ ότι έζησα καλοκαίρια.
Από τις τελευταίες γενιές παιδιών που έζησαν.
Γιατί τώρα το πρωινό ψάρεμα και το βραδινό κρυφτό
Δώσανε την θέση τους σε μεγάλες οθόνες γεμάτες αίμα και θέαμα.
Πάω σε κείνη την μικρή παραλία με την χρυσή άμμο
Και στα γέλια και τις φωνές των παιδιών που ήμασταν εκεί.
Ποτέ δεν αφήσαμε την γοργόνα να θυμώσει
Και πάντα αφήναμε ένα κομμάτι ψωμί για την γριά με το τσεμπέρι.
Τα μακροβούτια μας είχαν τελικό προορισμό την Ζάκυνθο
Έστω κι αν ποτέ δεν την φτάναμε.Την ονειρευόμασταν όμως.
Χαιρετούσαμε τους ανθρώπους της απέναντι,τα φώτα της
Και στα καράβια μετράγαμε δάχτυλα αποστάσεις πάνω στον ορίζοντα.
Και μόλις κουραζόμασταν από όλα αυτά,τα μικρά,τα ωραία,τα αιώνια,
Ερχόταν εκείνος ο γέρο ψαράς,ο μπάρμπα Γιάννης με ψωμί νερομένο
Με την μισοσκισμένη ψάθα του και την μυρωδιά αλάτι και φύκια,
Και ταΐζαμε τα κεφαλόπουλα στα βραχάκια του Κασιδιάρη.
Τα μεσημέρια κανείς δεν κοιμότανε,απλά περίμενε και φανταζόταν
Ένα απόγευμα στην θάλασσα που ερχόταν και το βραδινό κρυφτό.
Υπήρχαν και εκείνα τα κορίτσια που στοίχειωναν το μυαλό μας
Αλλά ζούσαν σαν μέσα σε παραμύθια και μεις τις σώζαμε
Από τέρατα και δράκους και όλοι ήταν ευτυχισμένοι.
Τα κορίτσια αυτά μετά χαθήκανε σε άλλες μέρες και νύχτες.
Και η μέρα τελείωνε με το κρυφτό,το μεγάλο κρυφτό.
Εκείνη η κόκκινη βάρκα στην άμμο που έβλεπε τα αστέρια
Εκείνο το θαμμένο στην γη καταφύγιο των Γερμανών
Ο απόκρυμνος βράχος της Τρελής…
Μα εγώ προτιμούσα την απλή άμμο της παραλίας
Τυλιγόμουν μέσα σε αυτή σφιχτά και ξεχνιόμουν.
Ο Γαλαξίας εκεί πάνω μού έλεγε για άλλους κόσμους
Και μόνο η κραυγή ΄΄Βγείτε!!’’, με γύρναγε πίσω.
Η πόλη έξω κάνει πως ντύνεται στα Κυριακάτικά της
Μα το ξέρω ότι στην πορεία του χρόνου κάποτε
Όταν ακούστηκε η κραυγή να βγούμε
Κανείς δεν βγήκε από την κρυψώνα του…