Στο σκοτεινό σοκάκι υπάρχουν ακόμη οι γραμμές αίματος. Μια παροιμία μου έλεγε η γιαγιά μου: ήρθε το κακό δίπλα σου σύντομα και στην πόρτα σου. Συντροφιά το αλκοόλ και οι ατελείωτες παιδικές αναμνήσεις, να τρέχω στις απόκρημνες βουνοπλαγιές της ορεινής Πίνδου και να τσαλαβουτάω στα νερά του Αχελώου. Προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες δεν με φόβιζαν, έμοιαζαν με τα παραμυθάκια που σκαρφιζόμουν για να τρομάζω τα άλλα παιδάκια. Όλα αυτά, όμως, τώρα φαντάζουν τόσο μακρινά.
Μια ακόμη νύχτα κλεισμένη σε ένα άθλιο γραφείο να συντάσσω τα τελευταία άρθρα της εφημερίδος. Εδώ και ένα μήνα οι θάνατοι συνεχώς αυξάνονται σε αριθμό, μέρα με τη μέρα τα ονόματα εξαπλώνονται σαν χείμαρρος στις σελίδες που γράφω. Φαίνεται πως με βρήκαν για ακόμη μία φορά, στο πάτο του μπουκαλιού ψάχνω απάντηση στα ερωτήματα που με σκοτώνουν λίγο λίγο. «Τους είχα ξεφύγει ποτέ πραγματικά; , Ποιός χειρίζεται αυτούς τους εφιάλτες; , Αν πεθάνω θα λήξουν οι θάνατοι;»
Στο τελευταίο πάντως είχα μία απάντηση, εκείνη την τελευταία φορά που είδα το πατρικό μου, η τελευταία φορά που αγκάλιασα τον πατέρα μου. ‘Τρέχα μακριά, μέχρι να ματώσουν τα πόδια σου και πάλι να μην σταματήσεις. Προς θεού, μην κοιτάξεις για κανέναν λόγω πίσω σου και μην ξαναεπιστρέψεις εδώ. Θα είναι αυτοί και θα σε περιμένουν. Φύγε παιδί μου, φύγε τώρα. Αν σε πιάσουν δεν υπάρχει ελπίδα, είσαι η τελευταία.’ Σκαλίζω το μυαλό μου να καταλάβω τι εννοούσε τότε ο πατέρας μου.
Δύο χρόνια βρίσκομαι σε φυγή. Δύο χρόνια που δεν είδα κανέναν οικείo. Σταματάω περιστασιακά σε ένα μέρος, αλλά όταν με ανακαλύψουν πρέπει να τρέξω, η φυγή είναι η μόνη μου σωτήρια, τουλάχιστον μέχρι να ανακαλύψω το εχθρό και αν είμαι τυχερή ίσως κάποια αδυναμία του.
Οι θάνατοι είναι μόνο ένα κομμάτι που αποδεικνύει ότι πλησιάζουν. Τα βράδια με το αλκοόλ δείχνουν ότι είναι κοντά, η παρουσία τους με κάνει να ξενυχτάω. Τότε είναι που γράφω, γράφω για τα πάντα από το πιο σημαντικό έως το πιο ασήμαντο. Οι λέξεις χαράσσονται στο κομμάτι του μυαλού μου και εμποδίζουν οποιαδήποτε άλλη σκέψη. Σύντομα θα ολοκληρώσω το βιβλίο που είχα αρχίσει στο Γυμνάσιο, το μόνο που μου έχει απομείνει, το μόνο που συνεχίζω να κρατώ στα χέρια μου. Οι σελίδες του πλέον αποκαλύπτουν τη ζωή μου, στιγμές γεμάτες κρυφτό.
Το κρύο δυναμώνει μέσα στο δωμάτιο, με βρήκαν πιο γρήγορα από ότι υπολόγιζα. Οι λέξεις όμως βρίσκονται εδώ και με κρύβουν. Η φωνή της Μαρίας από έξω, μαχαίρι που ενεργοποίησε την αυτοσυντήρηση μου. Σε αφήνω, αν σε ξαναδώ θα σημαίνει ότι γλύτωσα και απόψε…
Τα γραφεία εμπόδισαν το δρόμο τους, δίνοντάς μου το προβάδισμα να το σκάσω από το παράθυρο. Ποτέ παλιότερα δεν θα αποτολμούσα να βγω στο βρεγμένο περβάζι του έκτου ορόφου, καλλίτερα όμως νεκρή στην προσπάθεια να φύγω, παρά μια στιγμή στα χέρια τους, αν έχουν χέρια ή ότι τέλος πάντων έχουν. Η σκάλα έκτακτης ανάγκης ήταν λίγο πιο δίπλα αλλά έπρεπε να τεντωθώ σαν ελατήριο για να την πιάσω. «Δύο φορές το ίδιο κόλπο…» Έναν όροφο πιο κάτω ήταν δύο από τους κυνηγούς μου. Εκείνη τη στιγμή ήταν όλα ή τίποτα και ο ποταμός φάνταζε τόσο όμορφος στην ένταση της ροής του. Ένα σάλτο και…
Εδώ στην άκρη της κοίτης βήχω στην προσπάθεια μου να βγάλω τη λάσπη από το λαρύγγι μου. Η διαδρομή ως εδώ είναι απερίγραπτη, το νερό με έπνιγε ήθελε να με σκοτώσει. Πέταγε το αδύναμο να αντισταθεί κορμί μου από βράχο σε βράχο. Ένα πιθανώς ραγισμένο χέρι και οι πολλές γρατσουνιές είναι τα σημάδια αυτού του ξέφρενου χορού. Δεν έχω χρόνο να στεγνώσω πρέπει να φύγω για μια νέα τοποθεσία.
Σήμερα θα κοιμηθώ στο κέντρο του δάσους. Τα δάση είναι τα μόνα σημεία που δεν με πλησιάζουν. Ξέρω ότι βρίσκονται κάπου εκεί έξω, το ένστικτο μου το γνωρίζει αυτό πολύ καλά, αλλά δεν τολμούν να έρθουν να με αρπάξουν από την αγκαλιά του δάσους. Σίγουρα τώρα θα αναρωτιέσαι γιατί δεν μένω τότε εδώ για πάντα κρυμμένη!
Όχι δεν φοβάμαι ούτε το δάσος ούτε τους κατοίκους του, αλλά αυτό δεν είναι λύση. Έχω έναν εχθρό, δεν ξέρω ποιόν , δεν ξέρω τι, αλλά ξέρω ότι δεν είμαι μόνη μου, μετά από εμένα θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Τι θα γίνει αν όλοι κρυφτούμε; Κάποιος πρέπει να τους μάθει, κάποιος πρέπει να τους αντισταθεί , να βρει τις αδυναμίες τους. Δεν ξέρω αν αυτός ο κάποιος θα είμαι εγώ, αλλά δεν θα περιμένω έναν ανύπαρκτο από μηχανής θεό.
Ξέρω, όμως, ότι σύντομα κάποιος θα φτάσει στην πολυπόθητη Ιθάκη της γνώσης και τότε θα υπάρξει η αντίδραση. Τα μαύρα κενά στη θέση των ματιών τους θα κλείσουν από φόβο, γιατί ο πόνος και το δάκρυ, ο θυμός και η οργή, η αγανάκτηση και η επιθυμία για ζωή συσσωρεύονται όλα αυτά τα χρόνια, από όλους εμάς. Και όταν αυτός ο κάποιος χτυπήσει θα προξενήσει ένα γερό πλήγμα σε αυτά τα τέρατα.
Τα φοβάμαι αλλά δεν μπορώ να τρέχω άλλο άπραγη. Μαζεύω πληροφορίες για αυτόν τον κάποιον μέχρι να έρθει ή μέχρι να με πιάσουν. Εγώ πάντως δεν εγκαταλείπω τα όπλα, συνεχίζω να γράφω το βιβλίο μου και να ελπίζω. Ποτέ όμως άπραγη.
Η Ιθάκη υπάρχει και είναι εκεί για όποιον φλερτάρει μαζί της και καταφέρει να την κατακτήσει. Θέλει όμως προσπάθεια και κόπο.
Εγώ πάντως δεν θα εγκαταλείψω.
ΤΕΛΟΣ
11- 05- 2010
POWERLESS POWER