Μέρες εορτών, δέντρα Χριστουγεννιάτικα που τα κλαριά τους βαραίνουν απ’ τις πολύχρωμες λάμπες , πρόσωπα που κοιτούν τις στολισμένες βιτρίνες, φευγαλέα και βαριεστημένα, πόθοι απραγματοποίητοι να χορεύουν σε μια μελωδία που θυμίζει κλάμα παιδικό.
Μπήκα στην εκκλησία ΠΑΤΕΡΑ ν’ ανάψω ένα κερί και στην λάμψη του αντίκρισα εκείνο το συγκαταβατικό βλέμμα σου, που πάντα περίμενα σαν σινιάλο ότι κάνω το σωστό.
Αντίκρισα τα παιδικά μου χέρια να προσπαθούν να σε αγγίξουν και εσένα να ξεθωριάζεις, να θρυμματίζεσαι, να γίνεσαι στάχτη μέσα στο χάος μιας ανθρωποθάλασσας που πορεύεται βουβά, μουδιασμένα, σιωπηλά με κατάνυξη.
Μια ανθρωποθάλασσα, που προσεύχεται, που ζητά παρηγοριά, που κλαίει μπροστά από Εικόνες Αγίων για να πάρει σαν έπαθλο ένα νόημα ζωής, το θαύμα, το μυστήριο, την σωτηρία της ψυχής.
Πιστεύω συγχώρεσης , που ανακουφίζουν τον πόνο της ύπαρξης προσωρινά, που νομιμοποιούν τελετουργίες ,μύθους, ιστορίες την πορεία που φτιάχνεται για να κρατά ενωμένο και απατηλά ευτυχισμένο τον κόσμο.
Κεριά αναμμένα, ανάσες ξεχασμένες από όλους σ’ ένα μανουάλι και εγώ απέναντι μια ψυχή , που δεν βολεύεται πια και τα τινάζει όλα από πάνω της, όλες τις κληρονομημένες λατρείες παρηγοριάς, αγωνίας και φόβου, μια ψυχή που θέλει να εισπνεύσει το άπειρο μέχρι το άπειρο, να υπερβεί τα όρια μεταξύ εαυτού και Κόσμου, να γίνει η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.
Χιλιάδες μυστικά κρυμμένα σε ραϊσμένες θύμησες πετάγονται από τα στήθη μου σαν πολύχρωμες γιρλάντες.
Ντύνομαι το παιδικό μου βλέμμα και πίσω από τις στολισμένες βιτρίνες σε βλέπω ΠΑΤΕΡΑ να μου φωνάζεις:
<<Πρέπει να γίνεις μέρος του συστήματος, να αφομοιωθείς από αυτό, αλλιώς δεν θα επιβιώσεις, και οι δάσκαλοι στο είπαν πως πρέπει να γράφεις κατά γράμμα τους ορισμούς από τα βιβλία, χωρίς να βάζεις δικά σου, χωρίς να παρεκκλίνεις, άσε κατά μέρος τα ψαξίματα και τις εσωτερικές αναζητήσεις το μόνο που θα καταφέρεις είναι να μην προχωρήσεις παραπέρα>>
Έτσι και έγινε αποστήθιζα απολυτίκια, τροπάρια, ημερομηνίες, γεγονότα τις περισσότερες φορές χωρίς να καταλαβαίνω τι έλεγα και γιατί.
Η βαθμολογία αρκεί να μην έπεφτε και χάλαγε η εικόνα μου.
Με τις ευλογίες σου Πατέρα με προγραμμάτισαν κατάλληλα, ώστε να νοιώθω ενοχές και τύψεις για κάτι που θα έκανα χωρίς την συγκατάθεση και την συναίνεση όλου του κόσμου. Κάθε σου βήμα έπρεπε να έχει την έγκριση του κόσμου για να νοιώθεις νόμιμος και χρήσιμος.
Έτσι ακολούθησα τα πρότυπα του ΚΑΛΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ,ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ,ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΥΗΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ,ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ, «τσιπάκια» που μου εμφύτευσαν χωρίς καμία από μέρους μου αντίσταση.
Και έγινα μέρος του συστήματος για κάμποσα χρόνια και ζούσα για να εξυπηρετώ ανάγκες άλλων όχι τις δικές μου. Και έπαιρνα μπράβο και ζήτω και εσύ ένοιωθες υπερήφανος που είχες τέτοιο παιδί!
Πούλησα την ψυχή μου ΠΑΤΕΡΑ και σε δικαίωσα, έφτασα εκεί που ονειρεύτηκες για μένα, χωρίς αληθινά να γνωρίζω τίποτα!
Όμως ΠΑΤΕΡΑ μπορεί ν’ άργησα να καταλάβω, αλλά κάποια στιγμή ξύπνησα από το λήθαργο καθώς η αυθεντικότητα και η αλήθεια επίμονα με καλούσαν απλά ήταν θέμα επιπλέον χρόνου και τα στημένα προγράμματα «κράσαραν» καθώς ανακάλυψα πως δεν χρειαζόταν να μου διδάξει κανείς την καλοσύνη και την αγάπη, κανένα σχολείο και καμία θρησκεία κανένα πρόγραμμα γιατί αν θυμάσαι ΠΑΤΕΡΑ από το Δημοτικό, στις διαιρέσεις δεν ήμουν καλή και χάριζα όλα τα παιχνίδια μου, τις καραμέλες μου, το χαρτζιλίκι μου στους φίλους μου και έγραφα στιχάκια αγάπης στις ΓΙΟΡΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΜΑΣ.
Όχι δεν γράφω για να σου αποδώσω ευθύνες, ξέρω ότι και εσύ το ίδιο έπαθες μα δεν κατάφερες να επαναστατήσεις και ξέσπασες σε παράλογο θυμό.
Τα χρόνια πέρασαν και εγώ γλύτωσα στο παραπέντε από την αιώνια μέθη ,φόβο, υποδούλωση και δήθεν θωράκιση και μπορεί να ζήσω λίγο διαφορετικά από σένα ΠΑΤΕΡΑ να αγαπήσω παραπάνω τα παιδιά μου και τον διπλανό μου ,όχι υπό όρους και συνθήκες.
Δάκρυα κυλούν στα μάτια μου καθώς κάθε πρωί πια, με αγκαλιάζεις και με φιλάς, πράγμα που δεν συνήθιζες, σαν να συμφωνείς μαζί μου για ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ για την πάλη και τον αγώνα μου πέρα από τα συμβατικά και καθιερωμένα .
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΠΑΤΕΡΑ