Μια ιστορία που σκαρφίστηκα από ένα αστειάκι που είχα ακούσει παλιότερα.
Ο Πέτρος ήταν ένα ψηλό γεροδεμένο παλληκαράκι στα 18 του. Μοναχοπαίδι καθώς ήταν, ήταν φιλότιμος και ευγενικός με τους πάντες. Τελειώνοντας το σχολείο και μέχρι να πάει φαντάρος, έπιασε δουλειά σε μια εταιρεία μεταφορών που συνεργαζόταν με μια άλλη εταιρεία ηλεκτρικών ηλεκτρονικών ειδών και έκανε παραδόσεις κατ’ οίκον.
Κάθε πρωί το παλληκαράκι μας, καθώς έφευγε για τη δουλειά του, άφηνε και 15 - 20 € – όσα είχε – σ’ ένα ζητιάνο που σύχναζε στη γωνιά του δρόμου. Ο ζητιάνος τον ευχαριστούσε με τα πιο θερμά λόγια και τον γέμιζε με ευχές για το υπόλοιπο της μέρας. Με το αζημίωτο βλέπετε, ο Πέτρος ήταν ο καλύτερος πελάτης του.
Τώρα που έπιασε δουλειά ο Πέτρος και βρέθηκε με χρήματα στα χέρια του, το σκέφτηκε, το συζήτησε με τους γονείς του και αποφάσισε να πάρει μια μηχανή για να πηγαίνει στη δουλειά του και για να βγαίνει και καμιά βόλτα το βραδάκι. Συνέχισε όμως να δίνει απ’ το περίσσευμά του στο ζητιάνο, τώρα όμως που είχε να ξεχρεώσει τη μηχανή του, του έδινε 5 € λιγότερο, όχι όμως και ότι τον ξέχασε.
Ο ζητιάνος από την πλευρά του βλέποντας ότι μειώνονται οι απολαβές από το παλληκάρι μας, μείωσε και αυτός τη θέρμη των ευχαριστιών του και των ευχών του προς τον Πέτρο.
Και κάπως έτσι κυλούσε ο καιρός. Ο Πέτρος δεν είναι πια παλληκαράκι, έγινε άντρας σωστός. Τελείωσε από τις υποχρεώσεις του, ξαναγύρισε στη δουλειά του, άνοιξε δικιά του επιχείρηση, συνεταίρος μ’ έναν ξάδελφό του και κάνανε εισαγωγές-εξαγωγές οικιακών ηλεκτρικών συσκευών.
Όσο όμως αύξαιναν οι απαιτήσεις της ζωής του, απ’ τον Πέτρο δεν περίσσευαν πλέον όσα πριν. Βλέπετε, όταν έχει μπροστά του ένα σχέδιο ζωής, κάνει ο καθένας το κουμάντο του για να μην τον πάρει από κάτω. Έτσι λοιπόν κι ο ήρωάς μας, έκοψε σιγά σιγά τις νεανικές σπατάλες. Περιόρισε και το φιλοδώρημα στο ζητιάνο. Ήθελε να παντρευτεί, να ανοίξει το δικό του σπίτι, να κάνει οικογένεια. Μοναχοπαίδι καθώς ήταν, ήθελε να κάνει πολλά παιδιά. Και δεν μπορούσε πλέον να είναι με τη μηχανή. Είχε καημό να πάρει κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τη μέλλουσα –και πολυμελή - οικογένειά του.
Στο ζητιάνο άφηνε πλέον γύρω στα 10 €.
Αυτός από τη μεριά του ούτε που γύριζε πλέον να τον κοιτάξει. Και όταν ο Πέτρος απομακρυνόταν, μουρμούριζε κάτι ακαταλαβίστικα μέσ’ από τα δόντια του.
Η ζωή στάθηκε καλή απέναντι στον Πέτρο. Μια καλή δουλειά για να έχει τα προς το ζειν και την ευχέρεια να αποκτήσει το δικό του σπίτι, αυτοκίνητο και οικογένεια. Παντρεύτηκε μια γλυκιά κοπελίτσα στα μέσα του καλοκαιριού και την άλλη μέρα εξαφανίστηκαν σ’ ένα νησάκι, απ’ αυτά της άγονης γραμμής, για να ζήσουν τον έρωτά τους.
Ο ζητιάνος που όλη την εβδομάδα έβλεπε το πήγαιν’ έλα, αναθάρρησε κι αυτός, θυμήθηκε τις παλιές καλές εποχές, τότε που έβγαζε απ’ τον Πετράκη κανονικό μεροκάματο και φόρεσε κι αυτός τα καλά του. Πλύθηκε, κουρεύτηκε, χτενίστηκε, έκοψε τα νύχια του και φόρεσε ένα χαμόγελο μέχρι πάνω στ’ αυτιά του. Πήγε και στάθηκε λίγο πιο πέρα απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε ο Πέτρος με τους γονείς του και άρχισε να κάνει αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα: Να ζητιανεύει…
Όμως μάταια περίμενε μέσα στην κάψα της καλοκαιριάτικης ημέρας. Ο Πέτρος και η καλή του έγιναν καπνός…
Τα μυαλά του ζητιάνου γύρισαν ανάποδα. Τέτοια προσβολή δεν μπορούσε να την καταπιεί εύκολα. Το επόμενο κιόλας πρωί άλλαξε τη στάση του απέναντι σε όποιον ήξερε πως ανήκε στο περιβάλλον του Πέτρου, συγγενής ήταν αυτός ή φίλος του. Υιοθέτησε πλέον μια στάση αυθάδικη, θρασεία, αλαζονική, φερόταν στους ανθρώπους σαν να ήταν κατώτεροι από αυτόν, σαν να του χρωστούσαν τον κόσμο ολόκληρο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν, κακολογούσε τον Πέτρο για το οτιδήποτε. Όποια συκοφαντία μπορείτε να σκεφτείτε, ο ζητιάνος την ξεστόμισε.
Η γειτονιά άρχισε πλέον να μιλάει για τον ζητιάνο, για τον Πέτρο, την οικογένειά του, τη δουλειά του. Και ως συνήθως το κουτσομπολιό με την υπερβολή του, έκανε τα πράγματα χειρότερα. Οι γονείς του, άνθρωποι με τιμή και υπόληψη, αισθανόντουσαν άσχημα στον κοινωνικό τους περίγυρο. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτά που άκουγαν για το μοναχοπαίδι τους. Από την άλλη δεν μπορούσαν και να αντιλογήσουν αφού δεν μπορούσαν να αποδείξουν οτιδήποτε, για να υπερασπιστούν το παιδί τους.
Στα τέλη του καλοκαιριού γύρισαν κι ο Πέτρος με τη γυναίκα του. Σταμάτησαν οι κακολογίες του ζητιάνου, σταμάτησε και το σούσουρο στη γειτονιά και όλοι φόρεσαν τη μάσκα του ανήξερου. Μοναχά οι γονείς του Πέτρου είχαν μια θλίψη στη ματιά τους, κάποια σκόρπια υπονοούμενα στα λόγια τους. Μα ούτε ο Πέτρος ούτε η γυναίκα του δίνανε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες. Η ζωή τους ανοιγότανε μπροστά τους με χίλιες μύριες υποσχέσεις και δεν είχανε αυτιά, μάτια ή μυαλό για να σκεφτούνε οτιδήποτε άλλο. Εκτός απ’ αυτό, ήταν και Σεπτέμβρης μήνας, και η δουλειά που είχε μαζευτεί στο μαγαζί δεν μπορούσε πλέον να περιμένει άλλο. Το εμπόρευμα έπρεπε να φύγει, να έρθει το άλλο, να ετοιμαστούνε για τις γιορτές. Απ’ το πρωί με την αυγή του ήλιου και μέχρι τη δύση του το μαγαζί τους ήταν το σπίτι τους.
Ο ζητιάνος απ’ τη μεριά του ήταν και αυτός σε μια κατάσταση εγρήγορσης, λες και κάτι ετοίμαζε. Και το ετοίμαζε μεθοδικά, μελετώντας και την κάθε λεπτομέρεια. Εξάλλου, δεν είχε και τίποτ’ άλλο να κάνει…
Ήταν το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, μια γλυκιά φθινοπωρινή ημέρα, λουσμένη απ’ το φως του ήλιου. Η Μάγδα, η γυναίκα του Πέτρου, έφτασε αργοπορημένη σήμερα στη δουλειά. Ο Πέτρος, χωμένος μέσα στα χαρτιά του γραφείου του, δεν την πήρε χαμπάρι πότε ήρθε και πότε κάθισε απέναντί του. Σαν να ξαφνιάστηκε που την είδε έτσι απότομα μπροστά του. Εκείνη δε μίλησε, κρατούσε την ανάσα της. Ο Πέτρος σηκώθηκε και πήγε πλάι της.
- Μικρό μου, της είπε, τι έχεις; Γιατί δε μιλάς;
- Να ξέρεις… έκανε να ψιθυρίσει εκείνη.
- Δε μπορώ να ξέρω αν δε μου πεις, την έκοψε ο Πέτρος.
- Πήγα στο γιατρό και…
- Σε ποιον γιατρό; ρώτησε αναστατωμένος τώρα ο Πέτρος.
- Στον Στεφανάκη. Το γυναικολόγο…
Ένα πλατύ χαμόγελο – μαζί με μάτια έτοιμα να θολώσουν από τα δάκρυα – ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Πέτρου.
- Και;
- Τον τελευταίο καιρό είχα κάτι αδιαθεσίες το πρωί. Παρατήρησα ότι είχα και καθυστέρηση κι έτσι… Έχεις δίκιο έπρεπε να σου το είχα πει…
- Πες μου γλυκιά μου, τι σου είπε ο γιατρός;
- Πέτρο, περιμένω δίδυμα. Το γιο -
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα της. Ο άντρας της την έσφιξε στην αγκαλιά του σηκώνοντάς τη στον αέρα και στροβιλίζοντάς την, τόσο απότομα που ένιωσε να της φεύγει η ανάσα από μέσα της.
- …και την κόρη μας, ψέλλισε όταν κατάφερε να ξανανασάνει.
Ο Πέτρος την έπνιξε κυριολεκτικά στα φιλιά. Λες και ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει, το κέντρο του κόσμου του το κρατούσε στα χέρια του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει, να γελάσει, να φωνάξει… Να κάνει τι;
Τελείωσε όπως όπως τις εκκρεμότητες του γραφείου, ανέβαλε τα ραντεβού που είχε προγραμματισμένα για τη σημερινή μέρα και το μεσημέρι έκλεισε το μαγαζί. Μαζί με τη γυναίκα του, πήγαν στο σπίτι των γονιών του. Και οι δυο ένιωθαν σαν να πετούσαν.
Μέσα στην ευτυχία τους πέρασαν μπροστά από το ζητιάνο χωρίς να τον προσέξουν και φυσικά χωρίς να του αφήσουν φιλοδώρημα. Εκείνος που από καιρό σχεδίαζε και μελετούσε αυτή τη στιγμή δεν άφησε την ευκαιρία να του πάει χαμένη. Φωνάζοντάς τον με το όνομά του, βρίζοντάς τον και πετώντας του πέτρες, πήγαινε καταπάνω του κουνώντας ένα καδρόνι που είχε βρει πριν από λίγες μέρες. Ο Πέτρος σταμάτησε και τον κοιτούσε έκπληκτος μπαίνοντας μπροστά από τη γυναίκα του. Ο άλλος ήταν στα δέκα μέτρα και προχωρούσε ακάθεκτος.
- Άνθρωπέ μου, τι έπαθες; ρώτησε σαστισμένος ο Πέτρος.
- Εσύ, εσύ ρε λεχρίτη, ανεπρόκοπε, άρχισε να τον βρίζει ο ζητιάνος. Εσύ φταις για όλα, κοπρίτη.
Κόσμος άρχισε να μαζεύεται στο πεζοδρόμιο, δυο αυτοκίνητα παραλίγο να τρακάρουν. Η σκηνή άρχισε να παίρνει μια τραγελαφική διάσταση.
- Μα τι κάθεσαι και λες τώρα; τον ρώτησε ο Πέτρος προστατεύοντας με το σώμα του τη γυναίκα του.
- Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Νομίζεις ότι είσαι κάποιος; Είσαι ένα τίποτα, συνέχισε να του φωνάζει ο ζητιάνος και του πέταξε το καδρόνι που κρατούσε.
Το καδρόνι έπεσε κοντά σε μια γάτα που βγάζοντας ένα απειλητικό νιαούρισμα μπήκε κάτω από ένα αυτοκίνητο.
- Έλα βρε άνθρωπέ μου στα συγκαλά σου και άσε μας στην ησυχία μας, είπε ο Πέτρος και του γύρισε την πλάτη. Την όρεξή σου νομίζεις ότι έχουμε;
Μα ο άλλος δεν καταλάβαινε τίποτα. Τώρα άρχισε να τον σκουντάει. Ο Πέτρος με γυρισμένη την πλάτη κόντεψε να χάσει την ισορροπία του. Έπεσε πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο.
Ο ζητιάνος τώρα ήταν από πάνω του. Τον είχε πιάσει από το γιακά του σακακιού του και τον τράνταζε.
- Πρώτα μου έδινες 7 € κάθε πρωί θυμάσαι; Μετά όλο και πιο λίγα, όλο και πιο λίγα… Και έκανες δικιά σου δουλειά, παντρεύτηκες, άνοιξες δικό σου σπίτι, πήρες καινούριο αυτοκίνητο… Με ποιο δικαίωμα ρε, Ε; Σου μιλάω. Με ποιο δικαίωμα τα έκανες όλα αυτά με τα ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΤΑ ΛΕΦΤΑ μου λες;