Μάης
στα τελειώματα η Άνοιξη
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Πόσο μεγάλες είναι οι ημέρες πια και πόσο μικρότερες και λιγότερο με σκιάζουν πια οι νύχτες. Από μικρή αγαπούσα να βολτάρω αυτή την εποχή, λίγο πριν μπει το καλοκαίρι με τα λιοπύρια του και τους αναθεματισμένους τους τουρίστες και τις ξεβράκωτες Αθηναίες, συγχώρα με Θέ μου... Ας είναι. Εκείνος που τα γνωρίζει όλα γνωρίζει κι ετούτο. Γιατί θα πρέπει να υπάρχει η κάθε εποχή, γιατί θα πρέπει να υπάρχει το κάθε τι, τόσο σοφά, τόσο επιδέξια καμωμένο...Ως κι οι ξεβράκωτες απ'τη πρωτεύουσα κάτι καλό θα’χουν, έτσι δεν είναι;
Ο Μπόμπυ είναι η μόνη μου συντροφιά πια. Ο Μπόμπυ και, βέβαια, τα τρένα. Αυτά τα καταραμένα τρένα του διαβόλου που σημάδεψαν τη ζωή μου από τόσο δα κοριτσάκι. Ο πατέρας τα αγαπούσε, το ξέρω, όλα τ'αγαπούσε ο πατέρας!. Μα εγώ δεν μπόρεσα να τα αγαπήσω ποτές. Κι όχι μόνο γιατί μια τέτοια μηχανή του Σατανά μου έκλεψε κάποτε τον πατέρα, κι όχι γιατί σκλαβώθηκα από μικρή να'μαι σε τούτο το ρημαγμένο σταθμό και να εξυπηρετώ τους λιγοστούς επιβάτες που τον θυμούνται -πόσο χαίρομαι που όσο πάει και λιγοστεύουν, χρόνο το χρόνο λιγοστεύουν, άμποτες να'ρθει η βλογημένη μέρα που το καλύβι αυτό θα κλείσει, θ'αραχνιάσει, θα το σβήσουν και οι χάρτες! Όχι, δεν είναι μονάχα όλα αυτά που με έχουν κάνει τόσο να μισώ τα τρένα. Μα είναι που κάποιο Σεπτέμβρη... Όχι, δεν μπορώ να συνεχίσω, ματώνει η ψυχή μου τώρα που σκαλίζω τούτες τις γραμμές, κι απόψε... όχι, δε θα κλάψω κι απόψε για κείνον...
Νύσταξα ημερολόγιό μου. Ο Μπόμπυ δεν ακούγεται. Απόκαμε ο δόλιος. Πάω να πέσω κι εγώ. Αύριο πάλι...
Σάββατο
Μάης -κι έχουμε ακόμα...
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Να που ξενυχτώ κι απόψε να σου γράψω. Και σε ποιόν άλλο να γράψω η άμοιρη; Αχ, να'χε λέει ο Μπόμπυ μου ανθρώπινη λαλιά και να δεις τότε τι θα γινόταν! Πόσο ευτυχισμένη θα'μουνα αν ο γερο-Μπόμπυ μου μπορούσε να φτιάξει πέντε λεξούλες να μιλάμε. Όχι πολλές, να, πως το κάνουν εκείνα τα πουλιά με τα ωραία χρώματα στα φτερά τους, παπαγάλοι μου φαίνεται πως λέγονται. Έτσι είχε πει ο κυρ-Σωτήρης, ο δάσκαλος κάποια φορά που είχε έρθει να με δει και πάνε χρόνια από τότε. Μα, τι σημασία έχει πως τους λένε οι άνθρωποι; Νοιάζεται το τριαντάφυλλο που εμείς το λέμε έτσι; Όπως κι αν το λέγαμε το ίδιο μεθυστικό θα'ταν το άρωμά του! Τι χαζοί μωρέ που είμαστε και κάνουμε τους σπουδαίους! Λοιπόν, να, τέτοια θα ήθελα να πω στον Μπόμπυ μου κι αντί να μου γαβγίσει ή να με κοιτάξει πονετικά, να μου πει: "Μπράβο σου κυρά, σωστά τα λες!"
Η πρωινή μηχανή έσκισε πάλι μια γίδα στα δυο κι άκουγα τα ουρλιαχτά του ζωντανού ίσαμε εδώ πέρα και έγινε κομμάτια η ψυχή μου. Στο διάβολο τα τρένα σας, μ'ακούτε Αθηναίοι και Ευρωπαίοι; Στο διάβολο κι ακόμα πάρα πέρα! Σχώρα με πατέρα, το ξέρω πως τ'αγάπησες, το ξέρω πως και τώρα εκεί, να, στην αγκαλιά του Αβράμ, είσαι με την ωραία στολή σου, το κασκέτο σου, τη σφυρίχτρα σου και... αχ, πατέρα, πόσο μόνη μ'άφησες να'ξερες!
Τα κατάφερα πάλι να μουσκέψω τις σελίδες. Κι όσο γερνάω, τόσο πιο εύκολα ανοίγουν οι βρύσες, οι άθλιες!
Άντε, ας πέσω γιατί αύριο πρωί πρωί θα με περιμένει ο παππούλης, μέρα του Θεού, μην αργοπορήσω και δεν κάνει...
Κυριακή, Μάης
τέλεψε κι αυτή η βδομάδα
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Τι ωραία που έψελνε σήμερα ο Νότης της Γιώργαινας, τι τραγούδια των αγγέλων μπήκαν στη ψυχούλα μου και μέρεψαν τις σκέψεις μου και σύχασαν τους λογισμούς μου! Κι ύστερα μίλησε ο παππούλης κι έβγαλε τέτοια λόγια το στόμα του που είπα πως ναι, είναι απ'το Θεό αυτό το ράσο βλογημένο, αλλιώς δεν εξηγείται. Αχ, βρε Μπόμπυ μου, να'κουγες τι έλεγε ο παπάς, θα'θελες ν'αφήσεις τις Κυριακές τη σκυλίσια σου ζωή να γινόσουν άνθρωπος κι από Δευτέρας χαζοκούταβος πάλι!
Κείνο που δεν κατάλαβα είναι που στο τέλος της λειτουργίας με πλησίασε ο παπά-Θούριος και με ρώτησε σοβαρά: "Γιατί βλογημένη δεν έρχεσαι στην ξομολόγηση πια; Τι κρίματα έχεις και φοβάσαι;" Τι να του πω Μπόμπυ μου; Πως δεν έχω να πω τίποτα, πως είμαι έρημη τόσα χρόνια, πως είμαι απείραχτη και η φλόγα που μ'εκαιγε κάποτες τώρα έχει σβήσει πια ολότελα και να'ταν κι άλλη;... Μα του τα είπα! Κι εκείνος χάιδεψε το μούσι του δύο φορές και με σταύρωσε. "Άιντε στην ευχή της Παναγίας και πρόσεχε μπας και περάσει κανένα τρένο και'χει τον Εξαποδώ μέσα κι όπως είσαι μόνη και πεντάρφανη και άσπροι είναι ακόμη και σφιχτοί οι μηροί σου σε λιμπιστεί και... θου Κύριε!"
Τι είναι τούτα που μ'είπε ο παππούλης; Τι πράγματα που δεν καταλαβαίνει το φτωχό μυαλό μου; Να φοβάμαι να ξαπλώσω πια στον έρημο το σταθμό μπας και δω τον Εξαποδώ να... Ουστ, ουστ και πάλι ουστ!
Κουράστηκα σήμερα, τρία χιλιόμετρα μέχρι την εκκλησιά κι άλλα τόσα να γυρίσω, δεν είμαι πια στη πρώτη μου νιότη, Μπόμπυ μου συ γερνάς νωρίτερα από μένα μα κι η κυρά σου τα μετράει πια τα χιλιόμετρα και φουσκώνει και ξεφουσκώνει σα μπαλόνι!
Να πέσω, αύριο έχω δουλειές με φούντες...
Σάββατο, Μάης
Μέσα του μήνα
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Τι είναι τούτο που με βρήκε σήμερα; Τρόμαξα, έχασα το χρώμα μου, σκιάχτηκα, χιλιοσκιάχτηκα η δόλια. Κει που έπλενα τα ρουχαλάκια μου στη βρύση, κι ο ήλιος είχε που έκαιγε τρεις ώρες το ελάχιστο, τι είδα μπροστά μου και έφυγε η ψυχούλα μου; Να'σου ένα παλικάρι, ψηλό και μαυρισμένο απ'το λιοπύρι! Μωρ'τι μαυρισμένο; Μπαρουτοκαπνισμένο δε λέω καλύτερα; Με κοίταξε περίεργα κι άρχισα να κουμπώνομαι, Θέ μου συγχώρα με! Κάτι τις με ρώτησε για το σταθμό, ούτε που θυμάμαι, κάτι που μου είπε πως δουλεύει, Μηχανικός, δεν κράτησα. Μα ύστερα έφυγε και άρχισα να πλένω πάλι και η καρδιά μου πετάριζε λες κι ήθελε να σηκωθεί η σκρόφα να φύγει απ'τα στήθια μου!
Δεν περάσανε δέκα λεπτά και να'σου αρχινάει ο Μπόμπυ να τραβάει την αλυσίδα και να πετάγεται από δω κι από κει και να κοπανιέται ο άμοιρος και να ουρλιάζει! Ώσπου να σηκωθώ να ιδώ, να'σου μπάστακας ένας άλλος! Χριστέ μου, τι ήταν αυτό! Τούτος ήταν πιο γεμάτος, με μια μαλούρα μέχρι το σβέρκο, ανάκατη και αξύριστος κι άρχισε κάτι να με ρωτάει κι αυτός μα ετούτος πιο αλέγκρος, με ευγένειες και τέτοια που δεν τα μπιστεύομαι εγώ. Νόμισα πως ήθελε να ανοίξω το σταθμό, μα μετά έφυγε κι αυτός, μαζί με τον άλλο, εξαφανίστηκε!
Ε, να μην τριτώσει; Τρίτωσε! Να'σου σε λιγάκι και μια τσούπρα! Ρούχο δεν είχα σώσει να πλύνω! Κι ετούτη, δημοσιογράφος είπα είναι, ήμουν σίγουρη. Τι στο δαίμονα μωρέ ήρθατε να ιδείτε από την Δαύλεια που ως κι ο Θεός την έχει ξεχάσει; Μα δεν ξέρω τι με ήθελε, τίποτε δεν ήθελε, κουβεντολόι να περνάει η ώρα. Βρε αμέτε στα τσακίδια, πρωτευουσιάνοι κι αν είστε από τα Υπουργεία σας και τον Καραμανλή σας, να κι εγώ!
Το βράδυ που'ρθε από δω ο Ντούλος, τον ρώτησα, αυτός ανακατεύεται μ'αυτά, κάτι μου είπε, θα φτιάξουν λέει να τρέχει το τρένο με το ηλεκτρικό, όπως το Μετρό της Αθήνας! Μωρ'τι μας λες του είπα του Ντούλου και τον ξαπόστειλα από κει που'ρθε! Όλα τα’χε η Μαριορή, Μετρό της έλειπε!
Άντε, μεσονύχτησε, καλή μου ξεκούραση και βλαστήμησα πολύ σήμερα και πως θ'αντικρίσω αύριο το παππούλη ήθελα να'ξερα!...