Όταν άδειασα άλλο ένα μπουκάλι με αναμνήσεις στο πιθάρι της μελαγχολίας,
είδα δυο δυνατούς κύκλους ν’ ανοίγονται,
να συγκρούονται και να γυρίζουν πίσω αδύναμοι,
να σβήνουν στην ηρεμία της αρχής,
στην διαύγεια του τέλους,
παγιδεύοντας το βλέμμα στο βαθύ περασμένο.
Εκεί που μια φυσαλίδα, ανέβηκε και έσκασε στην επιφάνεια,
γεμίζοντας με οξυγόνο την σκέψη.
Βρήκα λουρίδες χρώματα, άγνωστα.
Μάρμαρα καθαρά κι’ απάτητα, χωρίς ίχνη,
που κάποτε προσπέρασα, βιαστικά κι’ απρόσεχτα,
τώρα να δείχνουν πορείες ξεχασμένες,
που λάθη και βιασύνη,
όγκοι σωροί τα χώματα, στις άκρες μαζεμένα.
Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στο άπαρτο.
Η σκέψη ολόγυρα ελεύθερη, να με χορεύει μπάλο.
Αχτίδες πούδιωχναν σκιές, βάλτοι και καλαμιώνες,
χέρια ελεύθερα, ζεστά, παλάμες ανοιγμένες,
που χόρευαν και έπαιζαν στις γειτονιές τ’ αγέρα.
Βρήκα στεφάνια ολόχρυσα, ποτέ που δεν τα φόρεσα.
Ένιωσα την ανάσταση στο βάθος του πυθμένα,
π’ ανέβαινε και γέμιζε, κενά μου τα καμένα.
Αριστερά και δεξιά, χαρτιά κομμάτια να πετώ,
όλα τα πεπρωμένα.
Κάθισα και συζήτησα,
βάζοντας τις αιτίες και το παρελθόν,
να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι.
Απέφυγα το ειρωνικό τους βλέμμα
κι’ άνοιξα το μικρό κουτί με το χρυσό φορτίο.
Για κέρασμα και για χαρά, να τους τρατάρω όλους,
που πλέον έστω και αργά,
τη γνώση π’ έψαχνα ζωής ολόκληρης τον δρόμο,
βρήκα και την απόχτησα, κρατώντας της τον ώμο.
Πως τα μπουκάλια τα κλειστά, πιθάρια φορτωμένα,
όλες τις πίκρες που κρατούν, πορεία της ζωής,
σαν δάκρυ στάξει μέσα τους, ανοίγουν τους αυλούς
και την ανείπωτη χαρά, γέλιου τις συγκινήσεις.
Απόσταγμα καρδιάς σκορπούν, αρκεί τους το ζητήσεις.
Ψάχνοντας μες τη θλίψη σου, τρυγάτους ελαιώνες ,
ρώγες, σταφύλια που ραγούν, δίπλα στους αμπελώνες,
που όλοι πάντα τους περνούν, βιασύνη κι’ άγνοια πατούν,
θάβοντας μες το χώμα,
τις ρώγες, που αν σήκωνες στο χρυσοφώς του ήλιου
κι’ έσταζες λίγο χείλη σου στεγνά και πικραμένα,
θα έβρισκες τα άγνωστα χρόνια σου τα χαμένα.
Νίκος Στυλιανού