Μες’ την αβέβαιη πνοή
μες’ του ανέμου τη βοή
με σκέψη στη κορύφωση
κι’ ανάμνησης το χρώμα
έθαψα αυτό το δειλινό
στου αίματος τη μυρωδιά
μες το μαβί το χώμα..
Ήρθα να δώ από κοντά
αν κι’ έκλεψες τα δείγματα
και πάλι δεν κατάφερες
παρά μονάχα ψήγματα..
θαύματα που επαίρεσαι
αποκαλείς και χαίρεσαι
χωρίς να ντρέπεσαι λαλείς
τον ίσκιο μου να προκαλείς
και με πολύ βιασύνη
να κρύβεσαι επίμονα
χωρίς ελεημοσύνη
απ’ την νοημοσύνη..
Όχι αυτή που έπλασες
αλλά αυτή που έχασες
κι απώλεσες και έκλαψες
κι’ αν θες, το ξέρεις το γιατί..
πόσο πολύ σε Πόνεσε
πλανήτης δε σε χώρεσε
παρά μονάχα ο σεισμός
ο πύρινος κλυδωνισμός
το χάος και ο τρόμος
το δάκρυ και ο πόνος..
στον κόσμο που εσκόρπισες..
Της κόλασης σου ο Νόμος..
Αρχάγγελων ο χωρισμός
Πάντα και τώρα και αεί
Πάντα θα μένεις Μόνος..
Μορμόλυκες ακόλουθοι
και όχι στρατιώτες
αυτοί που σε ακολουθούν
βρόμικοι στους αιώνες
κοινοί απατεώνες
το μόνο που το ξέρουνε
να σπέρνουν κυκεώνες..
χωρίς να ξέρουν το μετά
γιατί σταφύλια κόκκινα
βγαίνουν στους αμπελώνες..
Έφτασαν πλέον να γελούν
και όχι να σε προσκυνούν..
Γιατί αποκαλύφθηκες
το λάδι που αλείφτηκες
πως ήτανε Κλεμμένο
απ’ το καντήλι της Ζωής..
που νόμισες απόπλασμα
πως σαν «Θεός» εσάρωσες
κατόρθωσες και σταύρωσες..
και το χειρότερο για σε
κοινέ απατεώνα
πως τη μορφή σου
χαρακιά - πικρή και μολυσμένη
- μορφή Αιώνια Νεκρού -
χαμένου του αγώνα
βλέπω εις τον Αιώνα….
Νίκος Στυλιανού