βρήκα όλες τις άγνωστες αποχρώσεις
που έψαχνα κι' αναζητούσα
σ' όλα τα βήματα,
σ' όλα τα πεζοδρόμια,
τις κλειστές αίθουσες
και τα δωμάτια,
που μύριζαν βαριά
πλήξη και μελαγχολία.
Σήκωσα τα χέρια ψηλά
και κατέβασα το τόξο το ουράνιο.
Με γέμισε χαρά η ίριδα
που γελούσε ασταμάτητα.
Πάτησα το μπλε,
κι' έφυγα σ' ένα κύμα δροσιάς
κι' ευχάριστης αύρας.
Είδα γιαλούς,
Νείλους πολλούς
και βότσαλα ξαδέρφια.
Πουλιά που ανακάτευαν
χρώματα και αέρα.
Θάλασσες και ωκεανούς
που έπαιζαν φλογέρα.
Είδα την ύπαρξη,
να λούζεται τραγουδώντας.
Τον ιδρώτα να ξεπλένεται
και να ξεδιψά,
απαγγέλοντας στίχους του Ελύτη.
Πάτησα το πράσινο
και γέμισα λειβάδια.
Αρώματα και πέταλα,
λούλουδα του αγρού.
Κατέβηκα όλες τις πλαγιές
γεμίζοντας θυμάρι.
Κάθισα πάνω σε κορφές
κυπαρισσιών περίβλεπτων,
που κάτω κόσμος και λαός
πολύχρωμος, διάσπαρτος,
λαχτάρας ποταμός.
Έκοψα τούφες κούμαρα,
βελανιδιάς κορφές,
λεύκες που τις εράντισα
ελιάς πράσινα φύλλα.
Πήρα καλάθια κι' έβαλα
κάθε λογής καρπούς.
Η ρίγανη με σήκωσε
στον δυόσμο να μιλήσω,
ευχαριστώντας τον Θεό
που μπόραγα το άρωμα
γευτώ, χωρίς τ' αγγίξω.
Στεφάνια άλωσης χαράς
το σώμα μου το γέμισα.
Μεταξωτά κυκλάμινα
και γιασεμιών τα χτένια.
Μέθυσα. Χόρεψα πολύ,
στων αμπελιών την χώρα.
Βρέθηκα αστέρια να κρατώ,
καλοκαιριών την μπόρα.
Μπήκα στο κόκκινο βαθύ
κρασιού τον ποταμό,
που καταρράχτης χύνεται
καρδιάς τον οργασμό.
Εκεί στα κίτρινα, πλατύ,
της ασπαρτιάς κρεβάτι,
που ξάπλωσα και στέναξα
από καρδιάς τα βάθη.
Μπήκα στο άσπρο, το λευκο,
γεμάτο από νύφες,
κρίνους και πέταλα σωροί
λουσμένα αγιασμό.
Βρήκα καθάριες τις ψυχές,
τσέλα και μαντολίνα,
σεντόνια που σκεπάζανε
γη, ήλιο, ουρανό.
Ηρέμησα αφήνοντας γαλήνη μ' αγκαλιάσει,
βλέποντας χρώματα σκορπούν
και ντύνουνε τα δάση.
Και τον καπνό, που βήμα μου
κράταγε στην πορεία,
λευκός ν' ανέβει και αυτός
στους κάτασπρους τους πύργους,
που σ' όλους τους ο ένοικος
λεγόταν Ευτυχία,
χρυσοψυφίδας η πηγή,
παράδεισου πορεία.
Κι' όλα τα χρώματα μαζί,
στο άλογο της ίριδας
μ' εμένα καβαλάρη,
δρόμο φαρδύ διαβαίνουμε
σ' όλες τις αποχρώσεις.
Το είναι μου και την καρδιά
πολύ που ερεθίζει,
ώσπου ο Έρωτας ξανθός
να με καλοσωρίζει.
Νίκος Στυλιανού