Πόρτα παλιά, χοντρή, διπλή με ξύλο ξεβαμμένο.
Μεγάλη είσοδος, πλατειά, μεγάρου πολιτείας.
Παλιά γραφεία νάν' πολλά, όλες τις επιστήμες,
διάφορες συναλλαγές, διάφορες τις φήμες.
Φήμες γι' αρίστους νομικούς, πολύ καλούς μηχανικούς
μα και για τοκογλύφους.
Πρω'ί' πολύ. Πολοί κι' αυτοί, άνθρωποι κάθε τάξης.
Άνδρες, γυναίκες, γέροντες μαζεύτηκαν στην πόρτα.
Ψίθυροι άρχισαν δειλά, που γίναν συζητήσεις.
Παράπονα, διλλήματα, χρώματα αγωνίας,
για δάνειο, για δίπλωμα, ενέχυρο ελπίδας.
Με ψίθυρους, φωνές, κραυγές, ιδρώτα κι' αγωνία.
Ελπίδες και παράπονα, η πόρτα ποτισμένη.
Εξήντα χρόνια είν' πολλά κι' έμαθε τα πάντα.
Και σε χειμώνα, ή, καυτή, πνιχτή θερμοκρασία,
επάνω της ακούμπησαν, ν' αγγίξουν τ' όνειρό τους.
Άλλοι πάλι στα σπάνια, την φίλησαν και γέλασαν
σε μια επιτυχία.
Άλλοι επάνω ξέσπασαν στο ξύλο αγωνία.
Τους άλλους που την χάραξαν με ημερομηνίες
κι' αυτούς ακόμα που καρδιές, μέρες, χρόνια και μήνες.
Πόσες και πόσες οι στιγμές και ζωντανές οι μνήμες.
Μα τούτο 'δώ, πρώτη φορά, στα εξήντα τόσα χρόνια
νάχει το στήθος, την καρδιά, με δύναμη στο ξύλο
κι' άκουγε η ίδια την καρδιά χτυπά με αγωνία,
φουσκώνει, λες κύμα χτυπά σε κάποια παραλία,
χέρια που τρέμουν δυό μαζί, μια γλάστρα Ορτανσία !
Παράξενο ! Πρωτόγνωρο ! Πρώτη φορά συμβαίνει.
Τι θέλει πει ο ποιητής, δεν το καταλαβαίνει.
Όγδοος χτύπος, σήμαντρο, ρολό'ι' εκκλησίας.
Κι' ήρθε η ώρα η γνωστή. Τα φύλλα της ανοίγει.
Στα πόδια της να σπρώχνονται, μάχη για την σειρά τους.
Κι' αυτός τριάντα πες χρονών, την γλάστρα να σηκώνει,
πρώτος απ' όλους να περνά πέτρινα σκαλοπάτια.
Τότε αν και πρωτόγνωρο, πάει να καταλάβει,
πως έρωτας είναι αυτός ! Ο νέος λαβωμένος,
για την κοπέλα που χτυπά της μηχανής τα πλήκτρα,
σ' αυτήν καρδιά, τα χέρια του προσφέρει Ορτανσία.
Παράξενοι οι άνθρωποι.. σαν γράφουν μελωδία !
Μα τα λεπτά του ρολογιού, λίγα και μετρημένα.
Τον νέο πιότερο κακό.. πιότερο ιδρωμένο..
την ταραχή, πίκρα πολύ, επάνω της ξεσπάει..
να την κλωτσάει δυνατά λες κι' ήταν η αιτία.
Νέα που δεν το θέλησε ν' ακούσει μελωδία
κι' ευγενικά αρνήθηκε, μυρίσει Ορτανσία.
Χτυπήματα τα δέχεται.. πόνο του ν' απαλύνει.
Μα ξάφνου στο παράθυρο, εφάνηκε εκείνη !
Πέταλα δυό να πέφτουνε, απ' άνθη Ορτανσίας
κι' ο νέος να τα δέχεται, δροσόσταμο αμβροσίας !
Χαρά.. το γέλιο της καρδιάς ! Πιο φωτεινός ο ήλιος !
Το χέρι απλώνει και καρδιά στο ξύλο της χαράζει..
Πόρτα παλιά, χοντρή, διπλή, με ξύλο ξεβαμμένο.
Μεγάλη είσοδος, πλατειά, μεγάρου πολιτείας,
που ζωντανή ορθώνεται σελίδα Ιστορίας..
Νίκος Στυλιανού