♦ Παράνοια των χρωμάτων.
♦ Στο ακατανόητο των πολύπλοκων προτάσεων η απορία πρωτοστάτησε απηυδισμένη και παπαγάλοι ευχολόγησαν την κατάντια εκποιώντας την τελευταία σειρά της αφηγήσεως. Ένα υπέρθυρο χαραγμένο πάνω απ’ την κοκκινοβαμμένη εξώθυρα με την αναπνοή της καμπύλης να σημειώνει το ολιγόφυλλο κυπαρίσσι και ένα πουλί, σχεδιάγραμμα των γραμμών, να απλοποιεί την ουσία της πατριδογνωσίας.
♦ Επικράτεια της χρεοκοπίας, κατασκευασμένα όνειρα στις συνοικίες της αυθαίρετης σκέψης. Μονολογία της ευήθειας και στο επιμύθιο το αντίδωρο της συνενοχής, να φαντάζει κραυγή θυμωμένου εφιάλτη.
♦ Κι απομένουν!
♦ Ναοί, θέατρα, μάρμαρα και κολόνες, γράμματα μεγάλα, ονόματα πολύφημα και στην άκρη, ρίγανη και βασιλικός, δυόσμος και γειρτές ελιές, ψηλά βουνά, ακρογιάλια, βράχοι κι αμμουδιές, λαγκάδια και νερά, πλατάνια, φυλλωσιές και ψίθυροι παλιοί, αέρινα παραμιλητά ξεχασμένων θεών παραπεταμένα στα υπόγεια των αναμνήσεων.
♦ Κι απομένουν!
♦ Ο υπέρβαρος ανίκανος με τα τετράπαχα προγούλια, ο κοντός με το ύφος της υψηλής αναγνώσεως, ο υπόδικος πετυχημένος, ο παράγοντας με το κρεμασμένο φουγάρο, ο γραβατωμένος με το ψευδολόγημα του εξακολουθητικού μέλλοντος, ο εκφωνητής με το υπαγορευμένο κείμενο, ο ιδρωμένος μυστακοφόρος με τη μασημένη γλυφίδα στη χυδαιότητα των χειλέων, το πουλερικό ξέπυγο με τον υπογεγραμμένο φάκελο κρεμασμένο στον λυγισμένο αγκώνα, με το υπόδημα να ιχνογραφεί τη μαχαιριά στο πλακόστρωτο και το υφολογικό επίπεδο μουχλιασμένης εκφοράς μεσημεριανού ολίγιστου λόγου. Ουτιδανά αναρτημένα αντικείμενα στα πρωτοσέλιδα.
♦ Κι απέναντι τα θολά βλέμματα των παρείσακτων να περισκοπούν απελπισμένα αιώνες τώρα εκτός συνταγής.
♦ Κεκαρμένες συνειδήσεις και στο δέρμα να αναδεικνύεται το πολύσαρκο της σαθρότητας. Αυθαιρεσία της αισθητικής και ένας θεός ζωγραφισμένος στους τρούλους των υπερώων να μονοπωλεί τις ικεσίες των πολυτελών εκφορών.
♦ Κι ο χλευασμός εσπέρια εκδήλωση πολιτικής υπεροχής παραβιάζει το ηχοβόλημα του διστακτικού μορίου. Και μισάνοιχτα τα ξεραμένα στόματα ακουμπούν την έννοια του εμβρόντητου, ενώ ο αναστεναγμός επαναλαμβανόμενος μετασχηματίζει τον φόβο σε φώνημα δυσβάσταχτο.
♦ Και τώρα.
♦ Κάτω από τις σκιές.
Που σχηματίσαμε με τους πλαστικούς κοντυλοφόρους.
Κρέμονται τα κείμενα σφραγισμένα.
♦ Και σίγαση.
♦ Στο βάθος κορμοί στοιβαγμένοι, ξύλινες ταυτότητες. Ομίχλη και η λεπτομέρεια του λευκού να στέκεται στα κάγκελα αλλοιωμένη απ’ τη θρασυγλωσσία του σκοτεινού.
♦ Αργά βήματα. Πατημασιές να σέρνονται στο υπόφαιο. Αγγελιαφόροι βάρβαρων συμφώνων και κρωξίματα αλαμπουρνέζικων διαλέκτων να περικόπτουν τις διαδρομές της χαμένης περηφάνιας.
♦ Μελαγχολία της εποχής, απογύμνωση της πραγματικότητας. Λόγια παραμορφωμένα, μορφές γδυμνές, απερίγραπτα εξεικονίσματα της κρίσεως, παρουσίαση του έθνους, κατάγελως πάσης φύσεως.
♦ Και στο πεσμένο κλωνάρι η βροχή, προάγγελος των αισθήσεων, ερωτοτροπεί με τις μυρουδιές της βρεγμένης γης.
♦ Ενώ το συναίσθημα αποσύρεται αφήνοντας το πάθος στην κατάληξη του φθινοπώρου.
Μυογράφημα
Απώλεια των αισθήσεων και η αποπλάνηση της σκέψης αφημένη στο περίβλημα της περιγραφής. Στα μύχια μύριες μικρές σημειώσεις δαιμονοποιούν τα καθέκαστα και ερμηνεύματα μπερδεμένα περισφίγγουν μανιωδώς την υποθετική πρόταση. Εισαγωγή βαρυπρεπής η εκφώνηση αναζητά την καλή πρόθεση και ώμοι κουρασμένοι διαγράφουν τις καλοβαλμένες λέξεις στις πεινασμένες παρενθέσεις.
Λόγια ορφανά, αναμασημένοι σχηματισμοί, ατελείωτο πανηγύρι ανακοινώσεων, ρήματα εντολής, εκδηλώσεις παραπλανητικής εγκλίσεως, υποτακτικό μασκάρεμα της προστακτικής. Πανικόδρομοι αντιπρόσωποι, μεταφραστές της υποτέλειας των παραγράφων, καταδικασμένοι στους αστερίσκους των παραπομπών.
Στον τοίχο σταματημένα ρολόγια.
Παράθυρα κλειστά και η μονοτονία του ορθογωνίου αποπροσανατολίζει την ευτυχία. Ώρες καθηλωμένες και η αβεβαιότητα εφιαλτικό σύνθεμα συννεφιάζει την προσπάθεια του χαμόγελου. Επανάληψη καθημερινή επιστημονικώς δοκιμασμένη και οι φράσεις ενοχικές αναφορές κατευθύνουν τις διαθέσεις.
Στο περιθώριο του ενεστώτα τα μισόκλειστα βλέφαρα ανάμεσα στο θολό και στην υγρασία, ξανοίγονται στο χθες δραπετεύοντας. Κληρονομιά της ιστορίας του Ήλιου και της Θάλασσας. Του λευκού, του γαλανού, του απέριττου, του ουρανού, του γλάρου και του βράχου, της κεφαλαίας γραμματικής.
«Πού είσαι;»
«Είμαι εδώ ακόμα», απάντησε.
Άνοιξε τα μάτια του και τα στύλωσε στο ανοιγμένο βιβλίο. Ρούφηξε την ανάσα του και χάραξε τον κόσμο του. Απέναντι πίσω απ’ το ρημαγμένο μαντρότοιχο, ένας μικρός σκαλίζει το χώμα.
Και ένα λουλούδι ανασταίνεται.
Φορτίον
Αργόσυρτο επίφθεγμα
Στις ραφές των μαρμάρων
Στα δεύτερα της Μοίρας
Στη χρονική ανεπάρκεια των
βημάτων
Το πεπρωμένο Άχθος
Στο κυρτό περίγραμμα του
δυσβάσταχτου συλλαβισμού
Περικυκλώνεται
Ενώ Το Παλαιό λυχνάρι
Πλέκει το Μεγάλο φως
Στην Απομακρυσμένη πολιτεία
Όπου Φανταχτερές κλωστές
Άρθρα οριστικά τονίζονται
Και στην Απονομή του
θαυμαστικού
Συναπάντημα βουβό
η διασταύρωση του μεγαλείου
Μεταφορά ασπροφορούσα
Να μεταλαμβάνει το όνειρο
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ