Eίσοδος Μελών

Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by Sotos
"Bravo!!!!!!!!!!!!! "
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
< >

Κριτικές Κειμένων

Online -χρήστες & επισκέπτες Εξωτερικού

Now 49 guests online

Who's Online

Έχουμε 270 επισκέπτες συνδεδεμένους

Καλώς ήρθατε

στον Ιστοχώρο του Λογοτεχνικού Club,που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που αγαπούν την λογοτεχνία και επιθυμούν να προβάλλουν αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας σε όλον τον κόσμο.

Εκτύπωση PDF
RSS
 

Μόνο σκοτάδι Hot

Μόνο σκοτάδι

Είχα ξεκινήσει μαζί με την Ελένη, για να βρούμε τον Διονύση, τον ιδρυτή του συλλόγου ΄΄ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ΄΄, όπου ανήκουμε και εμείς. Είχε φύγει πριν τέσσερις μέρες μαζί με έναν φίλο του ονόματι Ηλία, για να βρει σύμφωνα με τα λεγόμενα του, μια μυστήρια αρχαία πολιτεία. ΄΄Να το αυτοκίνητό τους! Σταμάτα να κατέβουμε!΄΄ μου φώναξε η Ελένη από δίπλα. Παρκάραμε δίπλα του ακριβώς. Κατεβήκαμε και σταθήκαμε μπροστά σε αυτή την τεράστια έκταση από φυτείες καλαμποκιού. ΄΄Πρέπει να προχώρησαν προς τα μέσα΄΄ της είπα, δείχνοντας τα τσακισμένα καλαμπόκια που άνοιγαν ένα πρόσφατα πατημένο μονοπάτι. Αφού προχωρήσαμε αρκετά ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι, φτάσαμε σε ένα αδιέξοδο, μπροστά σε έναν γκρεμό. Από εκεί και πέρα τίποτα, μόνο σκοτάδι. ΄΄Κοίτα τι βρήκα!΄΄ αναφώνησε τότε η Ελένη και σήκωσε από το χώμα μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. ΄΄Αυτή είναι του Διονύση! Ας δούμε τις φωτογραφίες, μπορεί να υπάρχει κάποιο στοιχείο για το που πήγαν.΄΄ Της είπα και ανοίξαμε τη μηχανή.

4 μέρες πριν…

΄΄Στο είχα πει, ο καιρός θα είναι υπέροχος Ηλία. Είσαι έτοιμος; Άντε, ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε, δεν θέλω να μας πιάσει το βράδυ.΄΄ Ο Διονύσης τελικά είχε δίκιο, όντως ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, ότι έπρεπε για το ταξίδι που είχαμε κανονίσει, δυο βδομάδες τώρα. Θα πηγαίναμε σε έναν μακρινό τόπο, στην πόλη Ούλρηθ, μια πόλη-φάντασμα, που όπως μου είχε υποσχεθεί ο φίλος μου, ήταν άγνωστη μέχρι τώρα και ο δρόμος που οδηγούσε σε αυτήν, δεν υπήρχε σε κανέναν χάρτη. Ο Διονύσης ασχολείται πολλά χρόνια με την ανακάλυψη τέτοιων μυστήριων τόπων, έχει ιδρύσει μάλιστα και έναν σύλλογο που οργανώνουν τέτοιου είδους εκδρομές. Σήμερα ήταν πολύ χαρούμενος γι’ αυτή τη διαδρομή που θα κάναμε, έστω και αν δεν μπόρεσε κανείς άλλος από τον σύλλογο να έρθει. Έτσι έπεισε εμένα, που ξέρει πόσο πολύ μου αρέσουν τα ταξίδια, μετά από παρακάλια και υποσχέσεις για μια αξέχαστη εμπειρία.

΄΄Σε πέντε λεπτά φεύγουμε΄΄ του φώναξα από το δωμάτιο, όπου έβαζα τα τελευταία μικροπράγματα στον σάκο που ετοίμασα για το ταξίδι.

Σε λίγη ώρα βρισκόμασταν μέσα στο αυτοκίνητό του και οδεύαμε για τον προορισμό μας, την άγνωστη, αρχαία πόλη Ούλρηθ. Καθόμουν στη θέση του συνοδηγού και προσπαθούσα να πιάσω κάτι καλό στο ραδιόφωνο για να κάνει την εκδρομή μας πιο ευχάριστη, ο Διονύσης άρχισε τότε να μου μιλά για αυτή την παράξενη πόλη. ΄΄Αν αυτή η πολιτεία, είναι αυτή που φαντάζομαι, τότε φίλε, ετοιμάσου να δεις κάτι που θα σου μείνει πραγματικά αξέχαστο.΄΄ Δεν έδινα και πολύ σημασία σε αυτά που μου έλεγε, καθώς η μουσική που τελικά βρήκα, ήταν η αγαπημένη μου, αλλά κουνούσα το κεφάλι μου καταφατικά και κάθε λίγο, του έκανα και μια ερώτηση σχετικά με αυτή τη πόλη, πιο πολύ για να του δείξω ότι τον ακούω παρά από πραγματικό ενδιαφέρον. ΄΄Και πως βρήκες αυτόν τον δρόμο ρε Διονύση; Αφού λες ότι δεν υπάρχει στον χάρτη.΄΄ Τον ρώτησα και γύρισα το κεφάλι μου πάλι προς το ανοιχτό μου παράθυρο, απολαμβάνοντας την μουσική και τον ζεστό αέρα που έπαιζε με τα μαλλιά μου. ΄΄Όποιος ψάχνει, βρίσκει!΄΄ μου απάντησε και γέλασε αυτάρεσκα.

Μετά από κάμποσες ώρες οδήγησης και αφού είχαμε απομακρυνθεί από κάθε κατοικημένη περιοχή της επαρχίας μας , φτάσαμε σε ένα αδιέξοδο, ο δρόμος τελείωνε απότομα και ακριβώς μπροστά του απλωνόταν μια τεράστια έκταση από φυτείες καλαμποκιού, ως εκεί που έφτανε το μάτι μας, δεν έβλεπες τίποτα άλλο, μόνο καλαμπόκια. Σταματήσαμε το αμάξι και βγήκαμε έξω.΄΄ Πρέπει να αφήσουμε το αυτοκίνητο εδώ. Θα συνεχίσουμε με τα πόδια.΄΄ Εκείνη την ώρα θύμωσα λίγο μαζί του, γιατί αυτό δεν μου το είχε πει. ΄΄ Καλά, γιατί δεν μου είπες ότι έχει πεζοπορία; Θα φορούσα τα αθλητικά μου παπούτσια!΄΄ Η φωνή μου έκρυβε ένα παράπονο και μια ανεπαίσθητη οργή, σαν αυτή που έχουν τα μικρά παιδιά όταν δεν τους κάνουν το χατίρι, και σταυρώνοντας τα χέρια μου, του γύρισα την πλάτη. ΄΄Έλα, μη κάνεις σα μικρό παιδί ρε Ηλία. Πάμε! Τώρα αρχίζει το καλό κομμάτι!΄΄ Γύρισα και τον κοίταξα πονηρά μειδιάζοντας, μετά κλειδώσαμε το αυτοκίνητο και χωθήκαμε ανάμεσα στα καλαμπόκια.

Όσο προχωρούσαμε, παρατήρησα ότι τα καλαμπόκια δίπλα μας άρχισαν να μεγαλώνουν και να μας ξεπερνούν στο ύψος, αυτό άρχισε να με ενοχλεί άλλα δεν είπα τίποτα στον Διονύση, που βρισκόταν μπροστά μου, για να μη με κατηγορήσει για γκρινιάρη. Περπατούσαμε για αρκετή ώρα, καθώς το φως άρχισε να εξασθενεί και ένιωθα ένα κρύο αεράκι να χορεύει ανάμεσα στα σπαρτά. Ο Διονύσης περπατούσε νευρικά, ανοίγοντας το μονοπάτι με τα πόδια και τα χέρια του, ήταν πολύ ενθουσιασμένος. Εγώ ακολουθούσα με γοργό βηματισμό, όχι για τον ίδιο λόγο, αλλά για να μην τον χάσω από τα μάτια μου, μιας και όλο αυτό το σκηνικό άρχισε να μου προκαλεί φόβο και να με αγριεύει. Σε μια στιγμή, ο θόρυβος που έκανε ο φίλος μου σπρώχνοντας και πατώντας τα καλαμπόκια, έπαψε. Εγώ συνέχισα να βαδίζω, επιταχύνοντας το βήμα μου. Σε λίγο, άφησα τα τεράστια καλαμπόκια πίσω μου και έπεσα πάνω στην πλάτη του Διονύση. ΄΄Ιδού φίλε!΄΄ Μου είπε, τεντώνοντας τα χέρια με τις παλάμες προς τον ουρανό, ΄΄ιδού η Ούλρηθ!΄΄ Τότε σήκωσα το βλέμμα μου και αυτό που αντίκρισα ήταν πραγματικά κάτι το απίθανο.

Μια τεράστια πέτρινη είσοδος με κάγκελα βρισκόταν ακριβώς μπροστά μας. Αριστερά και δεξιά της υπήρχε γκρεμός. Πίσω της μακριά, υψώνονταν πελώρια, σκοτεινά κτήρια αλλόκοτης αρχιτεκτονικής, όλα είχαν αμέτρητα παράθυρα χωρίς τζάμια και από μέσα τους έβγαινε μόνο σκοτάδι. Ολόκληρη αυτή η γοτθική πολιτεία έμοιαζε να βρίσκεται μέσα στην καταχνιά και ανέδυε μια δυσοσμία στην ατμόσφαιρα. Ο ήλιος είχε μόλις αγγίξει τον ορίζοντα, βράδιαζε. Και μόνο η τρομερή όψη αυτής της πόλης μου προκαλούσε αποστροφή. ΄΄ Δεν πιστεύω να θέλεις να συνεχίσουμε Διονύση;΄΄ Του είπα, χτυπώντας τον ελαφρά με την κίνηση του χεριού μου, δήθεν κατά λάθος. ΄΄Και βέβαια θα συνεχίσουμε! Δεν φτάσαμε ως εδώ για να κοιτάμε αυτή την είσοδο, αλλά για να την περάσουμε. Έχουμε φακούς, έχουμε τους υπνόσακούς μας, είμαστε οργανωμένοι, τι φοβάσαι; Έλα, πάμε.΄΄ Ανασήκωσε τους ώμους του και το σακίδιο που είχε στην πλάτη και άρχισε να περπατά προς την πύλη. Τότε αυτή άνοιξε μόνη της και από πίσω της φανερώθηκε μια λιθόστρωτη γέφυρα που οδηγούσε στην καρδιά της πόλης, στο κέντρο της Ούλρηθ. ΄΄Χα! Είδες αυτοματισμούς που είχαν οι αρχαίοι! ε Ηλία!΄΄ Τον κοίταξα με γουρλωμένα τα μάτια. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να γυρίσω πίσω, να εξαφανιστώ από αυτό το μέρος. Ένιωσα ότι δεν έπρεπε να βρίσκομαι εδώ, ότι όλο αυτό ήταν ένα λάθος. Αμέσως ένα κακό προαίσθημα φύτρωσε στο μυαλό μου και αφού κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πια, ακολούθησα τον Διονύση, νιώθοντας σαν το πρόβατο, που το πάνε στη σφαγή. ΄΄Τουλάχιστον μπορείς να περιμένεις!;΄΄ Του φώναξα, μες την απόγνωσή μου. Γύρισε ατάραχος και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Η τεράστια είσοδος έκλεισε πάλι αυτόματα, μόλις διάβηκα το κατώφλι της. Ήμασταν μέσα.

Άναψα αμέσως τον φακό μου και πήγα δίπλα στον αφελή φίλο μου. Μου έσφιξε τότε γερά τον ώμο και με κοίταξε στα μάτια. ΄΄Τα κατάφερα φίλε! Θα αποδείξω σε όλους ότι η Ούλρηθ υπάρχει!΄΄ Είπε δυνατά και γονάτισε βγάζοντας το σακίδιο από την πλάτη του. Το άνοιξε και έπιασε στα χέρια του την ψηφιακή, φωτογραφική του μηχανή. Όσο προχωρούσαμε προς τα μέσα, τόσο ψύχραινε ο αέρας και τόσο πιο έντονη γινόταν η δυσοσμία που μας περικύκλωνε. Σε λίγο είχαμε πια φτάσει ανάμεσα στα κτήρια, όλα τους είχαν πελώριες, τοξωτές εισόδους, που από μέσα τους έβγαινε μόνο σκοτάδι. Δεν υπήρχε ίχνος ζωής σε αυτό το μέρος, μόνο αποσύνθεση και μια παράλογη αίσθηση, ότι κάτι κακό συμβαίνει εδώ, κάτι πολύ κακό. Ο Διονύσης έτρεξε γρήγορα σε ένα από αυτά τα τεράστια, απόκοσμα κτίσματα και μπήκε μέσα με τη μηχανή στα χέρια. Δεν τον ακολούθησα αυτή τη φορά. Σε λίγο έβλεπα τα φλας από τις φωτογραφίες που τραβούσε, ήταν πραγματικά πολύ χαρούμενος, αυτό ήταν και το μόνο που ελάφραινε κάπως την κατάστασή, αλλά αυτό ήταν και που την μετέτρεπε από τρομακτική, σε τραγική.

Σε λίγα δευτερόλεπτα οι εκλάμψεις από τα φλας σταμάτησαν και ακούστηκε ένας θόρυβος από εκεί μέσα. Μετά ακολούθησε μια κραυγή αγωνίας. Φρίκαρα και άρχισα να φωνάζω το όνομα του, μα δεν πήρα καμιά απάντηση. Προχώρησα αργά προς την είσοδο του κτηρίου και από μια απόσταση περίπου δυο μέτρων κοίταξα μέσα. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Γύρισα τότε τον φακό μου προς τα εκεί και φώτισα το μέρος. Έντρομος, είδα τότε τον Διονύση πεσμένο στο πάτωμα, ήταν ασάλευτος και δίπλα του, ριγμένη η φωτογραφική του μηχανή. Έστρεψα το φως προς όλες τις γωνιές του άδειου αυτού χώρου και γρήγορα μπήκα μέσα και γύρισα τον φίλο μου ανάσκελα. Τα μάτια του ήταν άδεια και από μέσα τους, έβγαινε μόνο σκοτάδι. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά με θανάσιμη ταχύτητα και δύναμη, τράβηξα τα χέρια μου αμέσως από επάνω του και αφού άρπαξα ενστικτωδώς την φωτογραφική μηχανή του, άρχισα να τρέχω προς τα έξω κατατρομαγμένος. Έφτασα γρήγορα, πίσω στην τεράστια είσοδο και την έσπρωχνα για να ανοίξει, αλλά δεν μπόρεσα να την κουνήσω ούτε στο ελάχιστο. Γύρισα τότε το σώμα μου με πλάτη στην πύλη και είδα με φρίκη, μέσα από την ομίχλη, μερικές δεκάδες ανθρώπινες σιλουέτες να έρχονται προς το μέρος μου, σέρνοντας τα πόδια τους στην γη. Με πλησίαζαν αργά με αλλόκοτο περπάτημα, σαν να ήταν υπνοβάτες. Όσο πλησίαζαν, τόσο καλύτερα μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά τους. Παρατήρησα τότε με τρόμο, ότι οι περισσότεροι από αυτά τα ανδρείκελα, δεν ήταν καν αρτιμελείς, ενώ τα πρόσωπά τους ήταν γκρίζα και χλωμά, με μάτια που από μέσα τους, έβγαινε μόνο σκοτάδι. Είδα και τον φίλο μου ανάμεσά τους, τον Διονύση. Ούρλιαξα και φώναξα για βοήθεια αρκετές φορές, χωρίς καμιά ανταπόκριση, από πουθενά. Αυτά τα ζόμπι, συνέχιζαν να έρχονται προς το μέρος μου με αργά, βασανιστικά βήματα. Έκανα μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σκαρφαλώσω την είσοδο, μα αυτό ήταν αδύνατο. Κοίταξα δεξιά μου και αριστερά, κάτω από την γέφυρα που βρισκόμουν, αλλά αυτό που αντίκρισα, ήταν ο θάνατος.

Εκείνη την στιγμή, ο πανικός που με είχε καταβάλει αποσύρθηκε και τη θέση του πήρε ένα αίσθημα μοιραίας, αναπόφευκτης βεβαιότητας για το τέλος που θα ακολουθούσε, για το τέλος μου. Τα νεκροζώντανα αυτά πλάσματα είχαν φτάσει πια πολύ κοντά μου, λίγα μόνο μέτρα μας χώριζαν. Πέταξα τότε την φωτογραφική μηχανή πάνω από την είσοδο και την είδα να πέφτει και να χάνεται μέσα στα καλαμπόκια. Μετά έπεσα στα γόνατα κλαίγοντας με λυγμούς. Την επόμενη στιγμή δεν έβλεπα τίποτα, παρά μόνο σκοτάδι.

Κριτικές Χρηστών

There are no user reviews for this listing.

 

 
 
Powered by jReviews

Κριτικές : Advanced Search

Κατηγορία:     Keywords: