Ὁ Συνταγματάρχης Olcott:
Τὸ πέος μου ἤρχισεν νὰ μαλακύνηται ταχέως.
«Σᾶς πίπτει, κύριε! Σᾶς καταπίπτει!» ἐφώναξεν πανικόβλητος ἡ ὑπερβαρεῖα ἀναβάτης. «Κάματε κάτι διότι χάνω τὴν ἐπαφήν!»
Ὁ καλόγηρος περιέστρεφεν τὸ θυμιατήριον ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς του -βζιίγκ, βζιιίγκ!- ὡς ἕλικα ἑλικοπτέρου, φωνάζων:
«Ἀνορθώσου διάολε, ἀνορθώσου!»
Αἱ γυναῖκες μὲ τὰ λίθινα πρόσωπα ἔπλεκον φρενιτωδῶς. Τὰ pull-over κατέκλυσαν τὸ δωμάτιον, ἐπλήρωσαν τὸν χῶρον καὶ δὲν εἴχομεν ἀέρα ν’ ἀναπνεύσωμεν. Ἀπεθνήσκωμεν ἐξ ἀσφυξίας!
«Τὰ παράθυρα, ἐν Χριστῷ ἀδελφοί! Τὰ παράθυρα!» ἐφώναξα ἀπεγνωσμένως.
Ὁ καλόγηρος ἤνοιξεν τὰ παράθυρα καὶ τὰ πουλόβερ ἐξεχύθησαν εἰς τοὺς δρόμους, καὶ εἰσεπνεύσαμεν βρὲ ἀδελφὲ –οὔφ!
Τότε, γκάπ! ἤνοιξεν ἡ δεξιὰ θύρα καὶ ἐνεφανίσθη πρωίμως ἀφυπνισθεὶς ὁ συνταγματάρχης Olcott.
«Διατί κάμνετε τόσον θόρυβον;! Εἶναι σχεδὸν ἀδύνατον νὰ κοιμηθῇ κανείς!» καὶ συνειδητοποιήσας τί ἔβλεπον οἱ ὀφθαλμοί του –τὴν ἐρωμένην του Blavatsky γυμνὴν ἐπ’ ἐμοῦ– τὸ πρόσωπόν του γέγονεν κατέρυθρον καὶ ἐκραύγασεν ὡς νὰ τὸν ἔσφαζον:
«Ἄπιστη μοιχαλίς! Λαθρόγαμε Λεφρέ! Γαμεῖτε τὴν μνηστήν μου, δόλιε; Ἐντὸς τοῦ διαμερίσματός μου;! Καθ’ ἥν ὥραν ὑπνώττω;!»
Ἡ Blavatsky ἠγέρθη τετρομαγμένη καὶ ἐκρύβη εἰς τὸ boudoir της. Ἐκ τοῦ ἀνοίγματος τῆς θύρας προέβαλεν τὴν κεφαλήν, λέγουσα:
«Ἀγάπη μου, μᾶς παρεξήγησας! Μετὰ τοῦ κυρίου Λεφρέ, ἠρευνούσαμεν τὰ ἀρχεῖα»
«Θά.., θά.., θά...» ἔκαμεν ἐκεῖνος.
«Ἄννιαα, τὰ comprimes του! Θὰ πάθῃ ἐγκεφαλικόν!»
Ἡ Ἄννια προσέτρεξεν εἰς βοήθειαν κρατοῦσα ποτήριον πλῆρες ὕδατος καὶ καταπότια.
«Τὰ ἀντιυπερτασικά σας δισκία, κύριε συνταγματάρχα!»
«Ὤ..! Ὤ..! Ὤω..!» ἔκαμνεν οὗτος.
Τὸ πρόσωπόν του συνεστρέφετο ἕως ὅτου τὸ στόμα συνήντησεν τὸ δεξιὸν οὖς καὶ ὁ ἀριστερὸς ὀφθαλμὸς κατέβη εἰς τὸ μέσον τῆς παρειᾶς, ἀποκτήσας οὕτως μίαν γελοίαν ἔκφρασιν τρομώδους ἠλιθιότητος. Ὁ κορμός του ἐστρεβλώθη ὠμοιάζων πρὸς πολυπαθῆ κορμὸν αἰωνοβίου ἐλαίας. Ἡ Ἄννια προέτεινεν τὸ ποτήριον καὶ τὰ δισκία. Ὁ πληγεὶς ὑπὸ ἐγκεφαλικοῦ ἐπεισοδίου συνταγματάρχης μὲ μίαν σπασμώδη, ἀνεξέλεγκτον χειρονομίαν ἐτίναξεν μακρὰν ποτήριον καὶ δισκία, κι ἐπροχώρησεν πρὸς τὸ μέρος μου μὲ ἀποτόμους, τεθλασμένας, διαλειπούσας κινήσεις τοῦ κορμοῦ καὶ τῶν ἄκρων, σύρας τὰ πιστόλιά του καὶ βάλλων μπάμ!-μπούμ! πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν. Πανικόβλητοι ὅλοι ἐκρύβησαν ὄπισθεν τῶν ἐπίπλων. Ὁ συνταγματάρχης ἐκόλλησεν τὰς διακαεῖς κάννας ἐπὶ τοῦ μετώπου μου. Εἶχον παραλύσει· ἔκλεισα τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἁπλῶς ἀνέμενον τὸ μοιραῖον. Ὑπὸ τὰς παρούσας συνθήκας μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἠδύνατο νὰ μὲ σώσῃ...
http://issuu.com/larrycool/docs/larry_cool_-______________________________________?mode=window