43. Ἡ σκληρὰ ἀνάκρισις.
…καὶ ἡ σκληρὰ ἀνάκρισις ἐσυνεχίζετο ἐπὶ ἡμέρας πολλάς, ἐρωτοῦσα πάλιν καὶ πάλιν τὰς ἰδίας καὶ ἄλλας λεπτομερείας, ἐπιδιώκουσα νὰ ἐντοπίσῃ ἀσαφείας, χάσματα καὶ ἀντιθέσεις εἰς τὰς καταθέσεις μου. Ἦτο εἰς μίαν τοιαύτην πολύωρον ἐξουθενωτικὴν ἀνάκρισιν καθ’ ἥν μὲ εἶχεν καθηλώσει ὑπτίως χαμαί, πατοῦσα μὲ τὸ αἰχμηρὸν τακούνι τοῡ μποτινιοῦ της τὸ στῆθός μου, ἐπιμένουσα:
«Ὁμολογήσατε ἐπιτέλους νὰ τελειώνωμεν· ὁμομολογήσατε ὅτι εἰς τὸ μέλλον θὰ διαπράξητε τρεῖς φόνους εἰς τὸ μπὰρ ‘Ντό’ τὸ ὁποῖον θὰ διατηρῇ ὁ Τοντὸλ Μπαρντό.»
Ὅμως δεν τὴν ἤκουον, διότι –ὦ θεοί!– ὑποκάτωθεν τοῦ βραχέως ταγιὲρ ἔβλεπον τὴν μεγάλην εἰσαγγελικὴν κλειτορίδα ἑλισσομένην ὡς μέγας σκώληξ, τὴν βαθεῖαν ἠβικήν της αὔλακα καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ ἐντυπωσιακὰ σαρκώδη χείλη, καθόσον ἡ δικαστικὸς λειτουργὸς οὐδόλως ἐφόρει ἐσώρουχα!
Ἀντελήφθη τὸ προσηλωμένον εἰς τὸ αἰδοῖον της βλέμμα μου καὶ ἐφώναξεν:
«Ἀνώμαλε ἡδονοβλεψία! Κοιτάζετε τ’ ἀπόκρυφά μου μέρη, ἔ; –χλάτς!- Σᾶς διεγείρει τὸ γεννητικόν μου μόριον; Ὤω.., μὴν τὸ ἀρνεῖσθε· τὸ ἐξόγκωμα εἰς τὴν περισκελίδα σας δὲν ἀφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Ὁ ἠρεθισμένος φαλλός σας σᾶς προέδωκεν!»
Ἠσθάνθην μεγάλην ἐντροπὴν κι ἔγινα κατέρυθρος ἐκ τῆς αἰσχύνης.
«Ζητῶ συγγνώμην, δὲν τὸ ἐπεδίωξα.., ὅλως τυχαίως τὸ βλέμμα μου ἔπεσεν... Ἐξ ἄλλου δὲν διέκρινα καὶ πολλὰ πράγματα...» ἐπάσχιζον νὰ δικαιολογηθῶ ψελλίζων.
«Εἶσθε φιλογύνης. Μὲ ποθεῖτε, μὲ ποθεῖτε σφοδρῶς! Παραδεχθεῖτε το, ἄθλιε!» ἐκραύγασεν ὑστερικῶς, καὶ ἀποτόμως ἐδράξατο τὸ πέος μου. «Mon Dieu! Τί μέγεθος, τί μέγεθος!» ἔκαμεν μὲ ἔξαψιν περισφίγγουσα τὸν φαλλὸν παραφόρως. «Ὁμολογήσατε τὴν αἰσχρὰν ἐπιθυμίαν σας! Θέλετε νὰ μὲ βιάσητε κατ’ ἐπανάληψιν· να μὲ σοδομήσητε ἀνηλεῶς κι ἀγρίως.»
«Πρὸς θεοῦ! Οὔτε κατὰ διάνοιαν! Ἐγὼ τιμῶ τὴν δικαιοσύνην καὶ σᾶς ἔχω περὶ πολλοῦ»
«Ὄχι, ὄχι! Θέλετε νὰ μ’ ἐκπορνεύσητε, νὰ μὲ παρασύρητε εἰς φρικτὰς ἀκολασίας, νὰ διαπράξητε ἀκατανόμαστα ὄργια ἐπὶ τοῦ σώματός μου, να μὲ βακχεύσητε κατὰ συρροὴν καὶ καθ’ ὑποτροπήν. Ἔ; Δὲν τὸ θέλετε;»
«Τὶ να εἴπω...»
«Μὴν εἰπῆτε ὄχι.»
«Ἄν ἐπιμένετε...»
«Χά! Ὁμολογεῖτε, λοιπόν!» Καὶ σφίγγουσα νευρικῶς τὴν λαβήν: «Τί καυλός! Τί κραταιὸς καυλός!»
Ὡς νὰ συνῆλθεν αἴφνης ἐκ τοῦ παροξυσμοῦ, ἠγέρθη καὶ ἀπεχώρησεν τροχάδην...
Εἶχα μείνει ἄφωνος!
Τζζτ-τζζτ!
http://issuu.com/larrycool/docs/larry_cool_-______________________________________?mode=window