Κάποτε,
ίσως όταν μελαγχολικά θυμηθείς,
ίσως όταν ονειρευτείς στο γείσο του καλοκαιριού,
το χρώμα των ημερών,
το άρωμα και τη γεύση των σωμάτων,
στις όχθες του χρόνου,
καθισμένος σε ένα τραπέζι μικρού καφέ
ή σε μια πεζούλα κήπου μυστικού,
θα επιστρέψουν οι λέξεις.
Μάζευες τους καρπούς των λέξεων,
με την ηδονή ζωγραφισμένη στο σώμα,
άλλοι στο χρώμα του ήλιου, πλούσια κίτρινοι,
άλλοι σαν την βουερή και άγρια θάλασσα, άγουροι, σμαραγδένιοι πράσινοι.
Μάζευες τις λέξεις,
πεισματικά κι επίμονα,
όσο τα αγκάθια των δρόμων σου επέτρεπαν,
όσο ακροβατούσες στο φώς του δειλινού,
μέχρι την αποχώρηση.
Στο τέλος των λέξεων
ο δρόμος τελειώνει,
η πηγή στερεύει.
Οι λέξεις, που απερίσκεπτα, χωρίς φόβο και φειδώ,
έσπερνες γενναιόδωρα και ασυλλόγιστα,
στο πέρασμα από τη ζωή σου,
των αραχνοΰφαντων δειλινών και των σωμάτων,
σε ακρογιάλια και δώματα,
αρωματισμένα και κρυφά.
Ερινύες εξαγριωμένες,
θα σου ζητήσουν το λόγο,
χωρίς έλεος, χωρίς καθαρμό, χωρίς εξιλέωση.
Θα ζητήσουν δικαίωση και λύτρωση,
με παλλόμενη από την οργή φωνή,
για όλα εκείνα τα όνειρα που στο στήθος σου μεγάλωσες,
κι ύστερα εγκατέλειψες,
για όλες τις λέξεις,
που με αυτές έραψες αστόχαστα, φορέματα,
κι έντυσες έρωτες και σώματα,
για τους δρόμους που δεν περπάτησες,
για τις φωτιές που δεν άναψες,
για τα λουλούδια που μάρανες.
Εσύ, τότε, ποιητή της πεντάρας,
γέρος και κουρασμένος,
με τη φωτιά σβησμένη, τις στάχτες κρύες από καιρό,
τι θα τους απαντήσεις ;