◆Οι προτάσεις ορίζουν τη σύνθεση της σκέψης και κατοχυρώνουν φωναχτά την υπάρχουσα ηθική. Στο μεγάλωμα των φωνών διακρίνεται ευκόλως η ενοχή όταν το νόημα ανατρέχει στον πρότερο έντιμο βίο, στην εποχή των ονείρων των οραμάτων και των συνθημάτων.
◆Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, φωνάζαμε όλοι εμείς οι ξένοι και σηκωνόταν το μάτι μας στο βαθυγάλαζο, το δέρμα αφιονιζόταν και σκεφτόμασταν τον εαυτό μας να γίνεται ήρωας πολυδιαβασμένης σελίδας.
◆Μετά άρχιζε να πέφτει ο ήλιος, να μεγαλώνουν οι πρωταγωνιστές των νοημάτων, να αλλάζουν τα πράγματα, να αγοράζει παλάτια ο επαναστάτης, να μασουλά το πλουσιοπάροχο και να κάθεται στην αγιογραφία του παλαιού οικοδομήματος.
◆Το περιβάλλον μέσα στο αδυσώπητο εφεύρημα του χρόνου έφτιαξε τον καινούργιο πολίτη που απ’ έξω θα φορούσε το περιποιημένο ένδυμα της ηθικής κι από μέσα τους κανόνες μιας κοινωνίας τετράτροχης με γυαλιστερό χρώμα. Με όνειρα τα φύλλα με τους αριθμούς και μοναδική ανάγνωση την κατανόηση των τίτλων που μεγάλωνε, όσο η εξουσία γινόταν καθιερωμένη εκδήλωση.
◆Και το στρώμα πάλιωνε στο σιδερένιο κρεβάτι και τα σώματα προσπαθούσαν να δώσουν άλλα νοήματα στις παλιές λέξεις.
◆Υπουργοί απολογούνται για τις περιουσίες τους και οι πρωθυπουργοί, αθώοι κι ανήξεροι, άλλοι σιωπούν κι άλλοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους.
◆Και φωνάζει κλέφτη ο κλέφτης, και στο καύκαλο συμπυκνώνεται το παράδοξο.
◆Έλλην πολιτικός εκπρόσωπος και Έλληνας πολίτης. Διαφορετικά πρόσωπα, ίδια η σύνθεση της ψευδαίσθησης.
◆Ένα τεράστιο κοινόβιο συγκεντρώσεως των ανθέων του κάκιστου. Από το τελευταίο λουλουδάκι της ταπεινής γλάστρας, μέχρι τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας. Κι όλα αυτά μέσα σε μια απέραντη ακτογραμμή ιστορίας.
◆Και παίρνεις στο κυνήγι τον νου σου γιατί σου ξέφυγε, να τον προλάβεις θες, αλλά πού δυνάμεις. Ξέμεινες.
◆Να το ρίξεις στην πλάκα ή να μπεις κάτω από την πλάκα. Θεμελιώδες το ερώτημα και προτιμάς το πρώτο.
◆Και εκεί που όλα έδειχναν ήρεμα, αποχώρησε, λέει, η ανανεωτική πτέρυγα του κτηρίου.
◆Τοιουτοτρόπως εγκαθίσταται η απογοήτευση στον μορφασμό και η διάσπαση προσοχής γίνεται ιστορική πάθηση.
◆Και στις μικρές αγγελίες διάβασες, και χαμογέλασες, «ζητείται νέος πολιτικός αρχηγός, μη εγκλωβισμένος στο προπατορικό αμάρτημα των λέξεων, που να ξέρει την Ελπίδα».
◆Τηλέφωνο δεν είχε από κάτω, ούτε διεύθυνση. Ελλάδα, έγραφε με μικρά κι είχε κι ένα σχήμα.
◆Και παίρνεις το κόκκινο και κάνεις έναν κύκλο πάνω στα μαύρα γράμματα.
◆Στο βάθος του σαλονιού φώναζε η τηλεόραση. Ειδήσεις έγραφε το πρόγραμμα.
◆Και η εσωτερική κατανάλωση καλά κρατεί. Και το κράτος συνεχίζει να γελοιοποιείται ζητώντας την καταγραφή των υπαλλήλων του.
◆Στη χώρα που όλοι είναι όλα και όλα είναι ένα τίποτα.
◆Έκλεισες τα φώτα. Η Ντομένικα σε περίμενε με τα σι-θρου της.
◆Πέρασες στο δωμάτιο, κοίταξες το κόκκινο σεντόνι και το λευκό που έφτιαχνε τον πόθο.
◆Αδιάφορος εντελώς γδύθηκες, έπεσες με τις κάλτσες, γύρισες πλάτη και κοίταζες τον τοίχο.
◆Ούτε καν μια ανάσα από κείνες που ’χες δει στο σινεμά σε κάποιες αντίστοιχες σκηνές, δεν κατάφερες να ξεπατικώσεις.
◆Στο μυαλό σου τριγύριζε το τίποτα που σου είχαν γεμίσει την ψυχή τόσα χρόνια.
◆Τώρα είναι αργά για δάκρυα, σκέφτηκες.
◆Γύρισες και την πήρες μια αγκαλιά.
◆Αυτό ήταν εύκολο.
◆Ένας κλέφτης ήσουν πάντα. Ακόμα και τον έρωτα τον έκλεβες από τη στιγμή του.
Μυογράφημα
Είχε έρθει σ’ αυτό το σπίτι πριν από πολλά χρόνια. Είχε κατέβει απ’ τον Βορρά. Εκεί συνάντησε τους παλιούς. Μεγάλος ο ήλιος, απέραντη η θάλασσα.
Μαζέψαν τις σκέψεις, κάναν τον λόγο να ξεφύγει και τη μουσική να σηκώνεται. Φτιάξαν θέατρα, έννοιες, ορισμούς, θεούς και δαίμονες.
Είδαν τον έρωτα και την ομορφιά, το πάθος και το σκοτάδι.
Στις λέξεις δώσαν σώμα, χέρια, πόδια, μυαλό.
Κάναν τον Θεό να ερωτεύεται και τα φωνήεντα να αγαπούν τα σύμφωνα.
Γράψαν τα ποιήματα, τις ιστορίες, και στη ζωή το νόημα που έπρεπε.
Την απλότητα την κάναν ομορφιά και την καθημερινότητα φιλοσοφία.
Μέτρησαν τον άνθρωπο και τον έμαθαν.
Φτιάξαν το υπονοούμενο κι απογυμνώθηκαν.
Πήραν το μάρμαρο, φύσηξαν μέσα του και φτιάξαν τη λεπτομέρεια. Τον ορισμό της ομορφιάς.
Και τώρα, σε ένα τοπίο ευλογημένο από τον ήλιο και τη θάλασσα.
Απόμεινε μόνος και ξένος.
Να μαζεύει τα χρόνια του.
Κάποια κομμένα φύλλα από τον παλιό πλάτανο, δυο κομμάτια από κείνη τη γη με το νερό ολόγυρα.
Οι παλιοί έφυγαν κι αλλάξαν οι νέοι.
Οι χιτώνες κρεμασμένοι ψάχνουν τα χαμένα σώματα και οι στιγμές το παρελθόν τους.
Κάτω από έναν ουρανό γεμάτο από όρνεα κι ένα χώμα κατασπαραγμένο.
Που περιμένει τον Ήλιο, τη Θάλασσα και εκείνους τους θεούς που μιλάνε, να δώσουν τον καινούργιο χρησμό.
Και τους καινούργιους ανθρώπους.
Σκοτεινά παράθυρα
Απουσιάζει ο εκφωνητής του τοπίου και τα παράθυρα εκδηλώνουν την πτώχευση του περιβάλλοντος.
Στη μεγάλη πρωτεύουσα του φωτός το κλειστό και το μισάνοιχτο καθορίζει το παράδοξο της επιφάνειας.
Ένα πλαστικό προστατεύει από τα φαινόμενα. Αποκρύπτει, φανερώνοντας την ανέχεια.
Σε κεντρικό δρόμο, σε κατοικημένη περιοχή, η σιωπή του κόσμου!
Καταστροφολογεί η εικόνα και απαντά στη μεγαλοστομία.
Και στο κλειστό παράθυρο κάποιος απόμαχος μέσα στο σκονισμένο δωμάτιο έχει αποχαιρετήσει τα εγκόσμια.
Και στο μισάνοιχτο κάποιος κλειδωμένος ρίχνει μια ματιά στο απέναντι πάρκο.
Και σφράγισε η σακούλα το σπασμένο τζάμι και κανένας ήχος δεν πηγαινοέρχεται.
Στον τοίχο το περασμένο μεγαλείο αναπολεί και οι σοβάδες λέπια ιστορικά απογυμνώνουν τους πλίνθους.
Σε λίγο η νύχτα θα πλευρίσει και το σιωπητήριο θα φτιάξει την ενορχήστρωση.
Και ίσως η βροχή να δείξει τη συμπάθειά της στο καταρρακωμένο κατασκεύασμα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
( Σημείωση logoclub : Τα κείμενα του καλού μας φίλου Γιώργου Θεοδοσίου και άτυπου Συνεργάτη του Λογοτεχνικού κλαμπ, που δημοσιεύονται, είναι εκτός της διαδικασίας κειμένων. Όποιο όμως μέλος ή αναγνώστης επιθυμεί να γράψει κάποιο σχόλιο μπορεί να το πράξει. Ο Γιώργος Θεοδοσίου είναι Συντάκτης/Αρθρογράφος της Εφημερίδας Το Ποντίκι. )