«… Είναι αδύνατον αι Ελληνικαί ψυχαί να κοιµηθούν πλέον εις την ληθαργίαν της τυραννίας! Ο λαµπρός ήχος των αρµάτων των πάλι θέλει ακουσθή προς κατατρώποσιν των τυράννων των, και ταχέως».
Ανωνύµου του Έλληνος, «Ελληνική Νοµαρχία»
Πρόκειται για την επικών διαστάσεων ιστορία ενός έθνους µε πλήρη και ζωντανή εθνική συνείδηση, το οποίο βρήκε εκείνες τις ηθικές και υλικές δυνάµεις που απαιτούνταν για να ξεσηκωθεί αποτινάσσοντας τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, που ωστόσο δεν αποδείχτηκαν αρκετά για να αλλοιώσουν τα εθνικά του χαρακτηριστικά αλλά και τους βαθύτατους δεσµούς του µε ένα λαµπρό και διαχρονικό ιστορικό παρελθόν. Ο απανταχού ελληνισµός δεν έχασε ούτε µια στιγµή το σθένος του και τη συνείδηση του ιστορικού του ρόλου· παρέµεινε αναλλοίωτος από το πέρασµα των αιώνων µε ακαταµάχητο όπλο τη λαµπρή του γλώσσα, µια γλώσσα που γέννησε τη φιλοσοφία, την ποίηση και τις επιστήµες, βάζοντας τη σφραγίδα της στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων υπήρξε µακρύς και επίπονος, και στη διάρκειά του, µέσα από ένα πλήθος συγκλονιστικών επεισοδίων, ανέδειξε το ελληνικό ζήτηµα σε ολόκληρη την Ευρώπη και το κατέστησε ευρωπαϊκό ζήτηµα, δηµιουργώντας ταυτόχρονα ένα συγκινητικό κίνηµα φιλελληνισµού. Μπροστά στο τετελεσµένο της Ελληνικής Επανάστασης, που δηµιούργησε αυτόµατα νέες γεωπολιτικές προοπτικές, αναγκάστηκαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στρέψουν το βλέµµα τους στην ελληνική υπόθεση µε αποτέλεσµα µια σειρά συνθηκών και πρωτοκόλλων που συνέβαλλαν στην αίσια έκβασή της: µια αίσια έκβαση ενάντια σε κάθε ορθολογική πρόβλεψη µέ-σα στο πιο δυσµενές κλίµα, αν λάβει κανείς υπόψη του το πανίσχυρο δόγµα της Ιεράς Συµµαχίας. Η Ελληνική Επανάσταση σήµανε επίσης την αρχή του θριάµβου των Εθνοτήτων, πράγµα που κακώς παραβλέπεται.
Παράγοντες της Επανάστασης
Είναι προφανές ότι η Επανάσταση ενάντια στον Οθωµανό δυνάστη υπήρξε προϊόν µακροχρόνιων και επίµονων ιδεολογικών διεργασιών, αλλά και αλλεπάλληλων εξεγέρσεων που κρατούσαν την εθνότητα σε µια κατάσταση συνεχούς ανταρσίας, κυρίως στις δύσβατες ορεινές περιοχές. Επίσης, σηµαντικό και πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η πρόοδος των Ελλήνων, υλική και πνευµατική, στο διάστηµα µεταξύ των τελευταίων δεκαετιών του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου. Στο διάστηµα αυτό, το Έθνος απέκτησε αυτοπεποίθηση και αυτοσυνειδησία. Σηµαντικό ρόλο πέρα από την εθνική επαναστατική παράδοση έπαιξαν και οι επαναστατικές ιδέες της εποχής που είχαν έντονη τη σφραγίδα της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε αυτή την περίοδο που αναφερόµαστε ιδρύθηκαν µια σειρά µυστικών επαναστατικών εταιρειών. Έτσι, η Ελληνική Επανάσταση είναι απόρροια κοινωνικών, οικονοµικών, ιδεολογικών και πατριωτικών παραγόντων που επηρέασαν καθοριστικά εκείνη τη γενιά των Ελλήνων, παραµονές του 1821. Την υστέρηση των δυο πρώτων αιώνων σκλαβιάς αναπλήρωσαν οι ευνοϊκότερες εξελίξεις που σηµειώθηκαν κατά τους δυο επόµενους αιώνες. Ο ελληνικός λαός σε γενικές γραµµές ζούσε υπό καθεστώς σκλαβιάς, συνεχών ταπεινώσεων, καταπίεσης και συχνών διωγµών. Μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή πραγµατικότητα, ωστόσο, αξιοποίησε τις δυνατότητες που του παρείχε ο τρόπος οργάνωσης της οθωµανικής διοίκησης, κυρίως στον τοµέα της οικονοµίας. Φυσικά, και οι συχνές εξεγέρσεις έπαιξαν τον ρόλο τους, µιας και κρατούσαν επίκαιρο πάντα το αίτηµα της απελευθέρωσης. Όλους αυτούς τους αιώνες µε πρωτοφανές πείσµα διατήρησε, διαφύλαξε αλλά και υπερασπίστηκε µε όλες του τις δυνάµεις την εθνική του συνείδηση, συσπειρωµένος γύρω από την Ορθόδοξη Εκκλησία και συντεταγµένος στο µοναδικό κοινοτικό του σύστηµα. Ιδιαίτερης µνείας χρήζει η πρόοδος του εµπορίου και της ναυτιλίας χάρη στην ιδιαίτερη ικανότητα των Ελλήνων εµπόρων και ναυτικών. Εδώ σηµαντικό ρόλο έπαιξαν οι ρωσοτουρκικές συνθήκες του 1774 και των επόµενων ετών για τη διάδοση του εµπορίου και την περαιτέρω ανάπτυξη της ναυτιλίας. Επιπλέον, ιδιαίτερα ευνοϊκές υπήρξαν και οι ευκαιρίες που έδωσε η Γαλλική Επανάσταση και οι ναπολεόντειοι πόλεµοι που ακολούθησαν. Δεν πρέπει να παραλείψουµε και τον καθοριστικό ρόλο της παιδείας των Ελλήνων, έτσι όπως αυτή οργανώθηκε στα χρόνια της σκλαβιάς. Σηµαντικότατη αποδείχτηκε η δράση των διδασκάλων του Γένους. Για να φτάσουµε ως τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, τότε που οι προετοιµασίες για τον ξεσηκωμό βασίστηκαν στις κινητήριες δυνάμεις του Έθνους, στην οικονομία, το εμπόριο αλλά και την παιδεία που κρατούσε ζωντανή την εθνική συνείδηση.
Σκέψεις «περί της μελλούσης ελευθερίας»
Σ’ αυτήν τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα άρχισε να γίνεται πιεστικό το αίτημα της επανάστασης των Ελλήνων. Ωστόσο, οι γνώμες για τον χρόνο του μελλούμενου ξεσηκωμού διίσταντο. Τότε ήταν που αναπτύχτηκαν τρεις βασικές αντιλήψεις πάνω στο ζήτημα της επανάστασης. Η πρώτη αντίληψη υποστήριζε την ιδέα ότι οι Έλληνες έπρεπε να περιμένουν να ωριμάσουν με την πάροδο του χρόνου εκείνες οι ιστορικές συνθήκες που θα τους επιτρέψουν να αναδειχτούν αυτοί νόμιμοι κυρίαρχοι στις παλαιές ελληνικές χώρες μετά την φυσιολογική κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σύμφωνα πάντα με το ιστορικό προηγούμενο της κατάρρευσης του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η συντηρητική αυτή αντίληψη ήθελε οι Έλληνες στο μεταξύ να βελτιώνουν τη θέση τους σε όλα τα επίπεδα, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, καταλαμβάνοντας περισσότερες καίριες θέσεις στην κυβέρνηση και στη διοίκηση. Θεωρούσε αυτή η αντίληψη ότι η ειρηνική μετάβαση της εξουσίας στα χέρια των Ελλήνων θα είχε πιο στέρεα και σαφή αποτελέσματα. Η δεύτερη αντίληψη βασιζόταν πάνω στην ιδιαίτερα σημαντική θέση που είχε ο Καποδίστριας στη ρωσική κυβέρνηση και στήριζε όλες τις ελπίδες του Έθνους στον ρωσικό παράγοντα, μετά μάλιστα τη σχετική έκθεση που υπέβαλε ο Καποδίστριας στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο, ήδη από το 1816. Σύμφωνα με αυτά τα σχέδια, η Ρωσία έπρεπε να επιδιώξει μια νέα ριζικότερη διευθέτηση των σχέσεών της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο πλαίσιο αυτών των διευθετήσεων ήλπιζαν οι Έλληνες να επωφεληθούν. Το φιλόδοξο σχέδιο που είχε υποβάλει ο Καποδίστριας ήθελε τη Ρωσία να συνδράμει στη δημιουργία τριών ομόσπονδων ηγεμονιών, της Μολδαβίας, της Βλαχίας και της Σερβίας, πράγμα που θα είχε ως φυσικό επακόλουθο «να αποδοθή εις τους Έλληνας η κληρονομία των προγόνων τους». Στο μεταξύ, όμως, ο Μέτερνιχ είχε κατορθώσει εκείνο το διάστημα να υπερπηδήσει το εμπόδιο του Καποδίστρια και να είναι αυτός που θα επηρέαζε την πολιτική του Αλέξανδρου, μια πολιτική η οποία ήταν σαφώς εχθρική σε κάθε σκέψη απελευθέρωσης της Ελλάδας. Η τρίτη άποψη ήταν αυτή που υποστήριζε την ιδέα της Επανάστασης και είχε τις ρίζες της πριν από όλα στην επαναστατική παράδοση του Έθνους, και στα σαφή προστάγματα του κινήματος του Ρήγα αλλά και στις ιδεολογικές τακτικές των μυστικών εταιρειών. Στηριζόταν επίσης στην εκτίμηση ότι ένας γενικός ξεσηκωμός των Ελλήνων ήταν δυνατός στις παρούσες συνθήκες και ότι υπήρχαν οι δυνάμεις εκείνες που θα τον στήριζαν. Από το 1806 και μέσα από την «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου Έλληνος εκφράζεται το επαναστατικό φρόνημα του Έθνους και η ιδέα της πρωτοπορίας του.
Κριτική αποτίμηση των απόψεων
Η αλήθεια είναι ότι στην Ιστορία δεν υπάρχει το «αν»… Ό,τι έγινε, έχει ήδη γίνει και κάθε άλλη εκτίμηση μένει στο θεωρητικό επίπεδο, μιας και δεν είναι δυνατόν να προβλεφτούν οι συνέπειες των εφαρμογών της μιας ή της άλλης εκδοχής. Ωστόσο, μπορούμε να προβούμε σε επισημάνσεις. Όσον αφορά στην πρώτη εκδοχή, αυτή απαιτούσε χρόνο μακρύ και ήταν αβέβαιη. Ποιος για παράδειγμα θα εμπόδιζε τους Οθωμανούς να αλλάξουν πολιτική απέναντι στα προνόμια των Ελλήνων και με αυτό τον τρόπο να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία μιας ευνοϊκής για τους Έλληνες εξέλιξης; Έπειτα, ποια κομμάτια του ελληνικού χώρου θα περνούσαν στην κυριαρχία των Ελλήνων, μέσα από μια ειρηνική μετάβαση; Η δεύτερη περίπτωση, αν και η προοπτική χρονικά για την ελληνική απελευθέρωση ήταν πολύ πιο άμεση, είχε το ιδιαίτερα αδύνατο σημείο ότι η τύχη του Έθνους αφηνόταν σε παροδικές και ευμετάβλητες από τη μια στιγμή στην άλλη διπλωματικές συγκυρίες. Στην τελευταία περίπτωση που τασσόταν υπέρ ενός άμεσου ένοπλου ξεσηκωμού, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο ιδεολογικός παράγοντας όπως αυτός εκφράστηκε μέσω της σαφούς επαναστατικής ιδεολογίας που καλλιέργησε με πάθος η αξιοθαύμαστη Ελληνική Φιλική Εταιρεία.
Πηγή – Εφημερίδα « Το Ποντίκι »