♦ Καθισμένοι πεζόδρομοι. Χαμηλές οι εικόνες.
♦ Αδειανές οι πλάτες των καθισμάτων, σκιαγράφημα μοναδικό μια διακεκομμένη γραμμή, σκυμμένη, αμέτοχη, στο γυαλί, το διάφανο προσκεφάλι της πολύτροπης απογνώσεως.
♦ Ομοιοτυπίες προλόγων και τα πρόσωπα μελαγχολικής προσεγγίσεως αναγνώσματα, προσκείμενες εναλλαγές της διαθέσεως φέρονται ερημαίως ως κλιμακωτά κατασκευάσματα, από τις ανακοινώσεις των τετριμμένων συνθέσεων της στοματικής κοιλότητας των βαρυπρεπών.
♦ Και τα ερωτικής επινοήσεως ουσιαστικά, επιμηκύνσεως αποτελέσματα, δίνουν στην ομοιοκαταληξία την αποκρυπτογραφημένη ερμηνεία του βαθυσκότεινου πόθου της ασέλγειας.
♦ Και η σαρκαστική απογύμνωση της γενικής του χρέους, με την περιποίκιλη υπονοούμενη παραλλαγή συναλλάσσεται με τις περιστάσεις αφήνοντας στον ορίζοντα την πικρόχολη εντύπωση της οξείας πραγματικότητας.
♦ Και το άλφα συναντά το τρίτο απ’ το τέλος της καθορισμένης σειράς, ενώ ένα κρεσέντο αργόσυρτο καλύπτει τη μοναδικότητα των εκφωνήσεων.
♦ Πολιτικά παιχνίδια, μηχανευμάτων συνέχειας.
♦ Για την επανάληψη της ιστορίας.
♦ Για την επανάληψη των λέξεων.
♦ Φυσαλίδες που αιωρούνται τα λογύδρια και κάτω απ’ τις βαρύγδουπες εξαγγελίες υπαλληλικά πιόνια εφαρμόζουν την ανακατανομή της ευτυχίας εδραιώνοντας την αναπαλαιωμένη τάξη των εποχών της δουλοπαροικίας.
♦ Στους καιρούς των ληγμένων λευκών δισκίων, ο αποπροσανατολισμός, επιστημονική συνεύρεση διατεταγμένων προσδιορισμών, αποφαίνεται, μελανόμορφη ανταύγεια αλλοτινών γραπτών, αφήνοντας εκείνο το ερυθρόχρο του θυμού στο βάθος της κόρης, η οποία πασχίζει να συναπαντήσει τη λογική στο ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων.
♦ Έννοιες παρερμηνευμένες, συμφώνως προς τας υποδείξεις, συνοδοιπορούν με την εφαρμοσμένη νοοτροπία και αρμολογούν επακριβώς το ψηφιδωτό της κρίσεως.
♦ Και ταυτισμένη η επανάσταση πολυλογεί, εξάρτημα των μηχανισμών των υπερώων, χρησιμοποιώντας τις παραγράφους της κατάλληλης ρητορικής. Επιχειρήματα πρώτου κλάματος εντός, εκτός και επί τα αυτά, επί των τοίχων, των δρόμων, επί… γενικώς και αορίστως.
♦ Ενώ ο γέλως ενδεδυμένος πολύχρωμος και κουδουνάτος, κουνιστός και λυγιστός, θορυβεί απροσχηματίστως και εμπεδώνει στα κεφαλαία το τερατούργημα του συμπλέγματος.
♦ Χαμένοι στο απόστημα των καιρών οι περιπατητές απομονώνουν στα παραμιλητά τα κρυμμένα όνειρα ψάχνοντας στους ανεμόμυλους τις λησμονημένες αγάπες.
♦ Κι ο έρωτας έχασε το έψιλον και τα αποσιωπητικά αφήνουν στη σίγαση την απάντηση.
♦ Τα διλήμματα στα λιθόκτιστα της ψευδαισθήσεως εξυφαίνουν τη μεγαλοστομία και η αληθοσύνη, εφιαλτική προσέγγιση, στέλνει στις λαγκαδιές τα τελειώματα της ηχούς των καταλήξεων.
♦ Απαρηγόρητη η νύχτα προσηλώθηκε στις επιλογές. Πυκνό το νόημα της συμπυκνωμένης εκδηλώσεως. Παραστρατημένα τα ρήματα ευνόησαν την εμπέδωση της αρνήσεως. Και μια απεριόριστη απορία μάζεψε όλα τα δάχτυλα.
♦ Ησυχία! Στο χώμα ένα λιγνό κλωνάρι προσπάθησε να κρατήσει τη δροσιά της σκοτεινιάς. Ένα αστέρι παράτησε στον ουρανό την ευθεία του και μια ματιά ξανακοίταξε περιμένοντας.
♦ Στα σημειώματα σύντομη η αναφορά. Σύνοψις των κατευθύνσεων στα φωτοτυπημένα ακούσματα όταν το παράδοξο σημαδεύει τον πόνο των συμπερασμάτων.
♦ Και ένα μολύβι να τρέχει στο παραμύθι που λοξοδρόμησε.
Mυογράφημα
Σιγοσφύριξε τον σκοπό.
Τα χέρια στις τσέπες. Ανάστημα μέσου όρου. Ξερακιανός. Ανοιχτό πουκάμισο, φθηνό ύφασμα πάνω απ’ τα σανδάλια. Μικρά χείλια, άσαρκο πρόσωπο. Στεγνά μάτια, υπόλοιπα της μελαγχολίας, και στα μαλλιά όλος ο χρόνος να σημαδεύει το κυμάτισμα.
Μελωδίας αυτοσχεδιασμός στην περιπλάνηση και στη φωτισμένη προκυμαία οι φανοστάτες φτιάχνουν την αγιογραφία της σκιάς.
Στο ξωκλήσι καμπάνα χωρίς σχοινί κι ένας βοριάς βαρυόργητος να παίρνει τον ήχο στα πέρατα. Ανηφοριά, βράχοι να ξεπερνάνε το γήχυτο, θυμάρια να μοσχοβολάνε, σαν τα λιβάνια στις ψαλμωδίες, και μια ιεροτελεστία ερημική να φέρνει στο σύννεφο το δισκοπότηρο.
Σταλαγματιές βρόχινες να θαμπώνει το τζάμι και μια χλομή φλόγα να τρεμοπαίζει. Ένα σταυροκόπημα και το φίλημα να βγάζει σύντομες ικεσίες. Δάχτυλα να τρέμουν και ένα κερί στ’ αγαπημένο τ’ όνομα.
Μια μπάρα σιδερένια να σφαλίζει την εξώθυρα. Ένα βλέμμα να θυμίσει την υπόσχεση.
Και σιγοσφύριξε τον σκοπό.
Η βροχή σιγανή. Ισοκράτημα φθινοπωρινού εσπερινού.
Ένα τσιγάρο να φέρνει στην αναπνοή την αμαρτία και λόγια φωναχτά να σπρώχνουν το όνειρο στη σκοτεινιά που άρχισε να πέφτει.
Καλησπέρα, ακούστηκε η περαστική. Απάντησε το τραγούδι.
Στο βάθος το φως. Γύρω τα δέντρα. Ένα παλιό αυτοκίνητο. Και ένα ακορντεόν. Παλαιό κτήριο. Ξεθωριασμένη επιγραφή. Ένα ζευγάρι χορεύει. Δυο -τρεις γέροι σιωπηλοί περιμένουν.
Κοίταξε πίσω απ’ τα χνότα τα πρόσωπα. Δεν την είδε.
Σιγοσφύριξε. Κι έφυγε.
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ (Το Ποντίκι)