ηταν ανοιξη, οπως τωρα.
καθοταν στην προβλητα. Δεν περιμενε κατι, απλα καθοταν κ ρεμβαζε την θαλασσα. Της αρεσε να ρεμβαζει την θαλασσα. Πολλες φορες επαιρνε μαζι της ψωμι κ ταιζε τους γλαρους. Ειχε ζησει την ζωη της, τους ερωτες της, ηταν γεματη.
Τα ψαροκαικα γυρνουσαν γεματα ψαρια. Ειχε ανεβει ο ηλιος για τα καλα κ σηκωθηκε να φυγει, οταν ακουσε πισω της μια παραπονιαρικη φωνη. Ηταν ένα πληγωμενο δελφινι. Πιθανον κτυπησε απο καποιο ψαροκαικο. Πηγε κοντα του. Κολυμπησε με τις λιγοστες δυναμεις του κ προσαραξε στην στερια σε κατι χαλικια. Αυτη τηλεφωνησε αμεσως στους φιλους της οικολογους. Μαζευτηκαν μετα απο λιγο οι οικολογοι κ οι καμερες. Δεν ξερω πως ξεφυτρωσαν εκει οι καμερες. Φορτωσαν το δελφινι στο αυτοκινητο κ το πηραν για περιθαλψη. Ξαναεγινε ησυχια κ ξανακουγες εκεινο το κυμα που εφτανε στην παραλια ρυθμικα σαν να ελεγε: ηλθα, ηλθα.
Οι μερες περναγαν η ιδια η μια μετα την αλλη, ωσπου κτυπησε το κινητο κ της ειπαν οτι το δελφινι είναι καλα κ οτι θα το ξανααφηναν πισω στην θαλασσα την επομενη μερα το πρωι.
Το ιδιο σκηνικο οπως κ οταν το εβγαζαν από το νερο. Τωρα ομως καπως περισσοτερος κοσμος, κ η ατμοσφαιρα ηταν πανηγυρικη, σαν να καποιος νικουσε, ή οταν βγαινεις το πρωτο πρωτο σου ραντεβου.
Εριξαν το δελφινι στη θαλασσα, αυτο χαρουμενο αρχισε να φωναζει, εμεινε για λιγο κοντα στην παραλια κ μετα χαθηκε στον ωκεανο.
Περασαν χρονια απο το συμβαν. Αραγες τι εγινε αυτο το δελφινι; Αυτη καθησε οπως παντα εκει κοντα στην παραλια, με αυτες τις σκεψεις, κ σαν να της ακουσε το δελφινι φανηκε καπου στα ανοικτα να κανει τις γνωστες του τουμπες στο νερο, κ μεχρι να πεις τρια ηταν εκει διπλα της, τοσο χαρουμενο, που ελεγες οτι ηθελε να βγει στην ακτη να την αγκαλιασει. Εμεινε μαζι της για καμποσο κ μετα εφυγε το ιδιο χαρουμενα.
Μετα απο αυτο το συμβαν ολα αλλαξαν, ο πρωην της ζητησε συγνωμη κ ηθελαν να τα ξαναφτιαξουν. Αυτη δεν ηθελε, ηθελε να μεινει λιγο μονη της. Οταν μενεις μονος σου γεμιζουν οι μπαταριες σου κ μετα ξανα για να τις ξοδεψεις ξαναμπαινεις σε σχεσεις. Ειναι οπως το εκκρεμες που μαζευει ενεργεια για να παει στη μια μερια κ μετα ξανα, μολις φτασει εκει, ξαναερχεται πισω με την ιδια δυναμη. Αυτην την δυναμη ο Καβαφης την ονομασε Ιθακη. Ηθελε να μεινει μονη της, εκει, με τους ομορφους περιπατους στην παραλια, να αγνατευει το πελαγος,
ωσπου μια μερα, όπως καθοταν εκει, ηλθε με κρις κραφτ, κ σαν ποσειδωνας κατεβηκε απο το σκαφος κ ηλθε κοντα της. Ηταν ο Κωστας, ο πρωην. Χωρις να πει κουβεντα ηλθε κ εκατσε διπλα της, κ οι δυο σιωπηλοι κοιταζαν την θαλασσα. Επιασε δειλα δειλα το χερι της κ το έσφιξε, κ το ιδιο εκανε κ εκεινη. Εγειρε στην αγκαλια του. Απο μακρυα ακουστηκε το δελφινι. Ηλθε κοντα τους κ τους χαιρετησε. Μετα τους αφησε μονους τους,
το εκκρεμες πηγαινε προς τα δεξια με φόρα.
Σοφη να εχεις μια ομορφη μερα, με εκτιμηση κριστοφ