Sub Menu

Eίσοδος Μελών

Who's Online

Έχουμε 292 επισκέπτες συνδεδεμένους

Καλώς ήρθατε

στον Ιστοχώρο του Λογοτεχνικού Club,που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που αγαπούν την λογοτεχνία και επιθυμούν να προβάλλουν αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας σε όλον τον κόσμο.

Εκτύπωση PDF
RSS
Logo Gate * Πεζογράφημα Παπαδιαμαντη το αναγνωσμα
 

Παπαδιαμαντη το αναγνωσμα Hot

Το δειλινο της Κυριακης, η κυρα Μυρτω, οστις ητο χηρα κ ειχε χασει τον ανδρα της προ διετιας, από την ασθενεια των καιρων, την φυματιωση, τραβηξε, όπως κάθε ημερα, στο εκκλησακι του Αη Λια. Ο αντρας της, πολλοι λενε, πηγε από το τσιγαρο κ το ποτο. Ηταν κ μοναχικος ανθρωπος. Τον εζησα τον πατερ Περικλη. Ητο ανθρωπος κλειστος, δεν ειχε πολλα παρε δωσε με τον κοσμο. Το μονο που ειχε ηταν να κανει την λειτουργια του κάθε μερα κ να ερχεται ο κοσμος, όποιος ηθελε να εκκλησιασθει. Δεν θελουν ολοι να εκκλησιασθουν, δεν τη εχουν αναγκη ολοι οι ανθρωποι την θεια κοινωνια κ από κεινους που προσερχονται κοντα Του, λιγοι είναι οι θρησκευομενοι. Μετρημενοι στα δακτυλα τους ενός χειρός είναι οι αληθινοι πιστοι του Αγνωστου.

Προσηλθε ταπεινα η κυρα Μυρτω στο απλο εκκλησακι κ επροσευχηθει απλα. Φαινοταν νεα, αλλα τα χρονια πισω της ηταν πεντηκοντα ένα. Τρια παιδια στο εξωτερικο, σε αλλην ηπειρο, στην Αμερικη κ ένα στην Ευρωπη. Παντρεμενα όλα με πολλους απογονους. Δωδεκα τον αριθμο. Το στερνοπαιδι της ,ο Κυριακος, που τον ειχε για τα γηρατεια της, μιαν ημερα της ειπε:

-Μανα, θελω να φυγω. Εδώ μεσα, στην καρδια μου, με τρωει ο ποθος να γνωρισω, να μαθω. Θα φυγω.

Αυτή τον κοιταξε στα ματια, πηγε κοντα του, τον αγκαλιασε, τον φιλησε στο μαγουλο κ του εδωσε την ευχη της. Ητο καλη μανα κ δεν ηξερε την λεξη «δικο μου». Ηξερε πολύ καλα ότι τιποτα δεν της ανηκε, κ Αυτός ερχεται από ψηλα κ μας τα περνει πισω ολα. Εφυγε κ ο Κυριακος κ εμεινε κ αυτος στα ξενα. Φαινεται ότι τα ξενα ειχαν κατι που δεν ειχαν τα μερη μας. Ειχον πλουτο. Φτωχικα τα μερη μας κ ο σημερινος κοσμος θελει ανεσεις. Βεβαια οι ανεσεις πληρωνονται με ένα νομισμα ακριβο που ονομαζεται βιασυνη. Ολοι οι κατοικοι, των μεγαλων πολεων, βιαζονται να προλαβουν το τραινο, που ολο κ αυτό φευγει . Μολις το φτανεις στην αποβαθρα αυτό φευγει. Παντα με τα μαντηλια στο χερι κ να αποχαιρετουν καποιον, κατι, που ποτε τους δεν εχουν δει.

Εκανεν τον σταυρο της η κυρα Μυρτω κ μετα σηκωσε το κεφαλι της από Αυτόν κ κοιταξε εξω. Κατω στο γιαλό ειδε κατι. Μα μπορει κ να μην ειδε, ημπορουσε τα ματια της να ηθελον να παιξουν μαζι της, κατι που εκαναν συχνα. Δεν ητο όμως της φαντασιας της. Κατω εκει στον αιγιαλό, στην παραλια, εβρισκετο κατι που καλουσε βοηθεια. Βεβαια δεν ειχε βγαλει ασπρο σινιαλο, ουτε καμιαν σημαια, αλλα αυτή εγνωριζε ότι κατι συνεβαινε. Γυναικεια διαισθησης. Εσυρε τα βηματα της κοντα του. Πραγματι, εκει ευρισκετο μια φωκια πληγωμενη, πιθανον από μηχανη καποιας τρατας, η από μηχανη καποιου δαιμονισμενου ταχυπλόου σκαφους. Πλησιασε την φωκια κ αυτή σαν να καταλαβε ότι πηγαινε για βοηθεια εμεινε ακουνητη. Στην παραλια δεν υπηρχε κανενας , οι τουριστες ειχαν φυγει από καιρο, Δεκεμβριος μηνας κ θα ετοιμαζονται τωρα δια νεας διακοπας, για την Χριστου γεννηση. Περιεθαλψεν η κυρα Μυρτω την φωκια με λαδι που ειχε μαζι της. Εφερνε συχνα μαζι της λαδι. Το κουβαλουσε μεχρι την εκκλησια, να το ευλογησει, κ μετα το εφερνε ξανα πισω. Κ φαινεται ότι το κολπο λειτουργησε, γιατι την επομενη μερα η φωκια ελειπε. Πιθανον εγινε καλα κ ξαναγυρισε στα παιχνιδια της. Τα ζωα, αν δεν τα εχει κατοχήν ο ανθρωπος, δεν ξερουν άλλο εξών από παιχνιδι κ χαρα. Αν τα εχει ο ανθρωπος στην κατοχη του, τα κανει σαν αυτόν. Τα φορτωνει, τους βαζει αλυσιδες κ τα δενει στο παλουκι, γινονται ατραξιον για τσιρκα, σε πισινες, γινονται ηθοποιοι σε ταινιες, γινονται πειραματοζωα, γινονται στοχοι σκοποβολης, σφαζονται για φαγωμα, κλωτσουνται, όπως κλωτσα ο ενας ανθρωπος τον άλλο. Ειναι κολαση η ζωη τους μαζι μας. Πωλιουνται κ αγοραζονται, γινονται κατοικιδια ζωα, κοιμουνται στον καναπε, βλεπουν τηλεοραση, τον Μαλτεζο να κανει τις ραδιουργιες του, κ τα παιρνει ο υπνος, όχι από κουρασιν. Υποπτευομαι από μεγαλην ανία.

Πηρε ένα γραμμα η κυρα Μυρτω σημερα. Ητο από το στερνοπαιδι της που της εστελνε φιλια κ χρηματα. «πεθυμησα το νησι…σε πεθυμησα μανα…πεθυμησα την θαλασσα μας...πεθυμησα…ανυπομονω να ειμαι εκει…ερχομαι το καλοκαρι. Φιλια μανα. Σε αγαπω. Το στερνοπαιδι σου ο Κυριακος». Καλως να ελθεις γιόκα μου, ψιθυρισε αυτη κ σκουπισε ένα δακρυ με το μανικι της.

Η αγαπη της μητρος, η αγαπη της γυναικος. Υποπτευομαι ότι αυτό εκανε την φωκια καλα. Την επομενη μερα πηρε το δρομο για το εκκλησακι, όπως παντα, με την μπουκαλα το λαδι κατω από την αμασχαλη της, όπως το ειχε συνηθειο.

μια ιστοριουλα αφιερωμενη στον Παπαδιαμαντη

Κριτικές Χρηστών

There are no user reviews for this listing.

 

 
 
Powered by jReviews

Κριτικές : Advanced Search

Κατηγορία:     Keywords: