φοβαμαι.
Ο παγκος ηταν γεματος με ολων των ειδων τα σκουπιδια. Δεν μπορουσε να δουλεψει. Ηταν σπουδαιος γλυπτης κ του παραγγειλε ο βασιλιας ένα αγαλμα. Το αγαλμα της Ελευθεριας. Ηταν σκλαβωμενοι για καμποσα χρονια κ τωρα πλεον ηταν ελευθεροι.
Η διαδικασια της ελευθερια τους ξεκινησε όταν καποιος φωναξε την λεξη «Ελευθερια». Τοτε περασε ένα τυφωνας κ τα σαρωσε όλα. Δεν εμεινε καρφιτσα. Αυτά που πιστευαν ότι ηταν αληθινα, ηταν τελικα ψεματα κ τα σαρωσε η θυελλα,
κ τωρα το βασιλειο των ανθρωπων ηταν ελευθερο από το ψεμα.
Ο γλυπτης καθαρισε τον παγκο του από τα σκουπιδια κ αρχισε να δουλευει πανω στο αγαλμα της Ελευθεριας.
Η γλυπτικη του ηταν απλη. Μια φορα εκανε ένα γλυπτο που παριστανε ένα σταχυ. Κατω από αυτό το αγαλμα εβαλε μια επιγραφη που εγραφε: «θαυμαζω». Τοτε η πολις ηταν υποδουλωμενη κ οι τυρανοι όταν ειδαν αυτό το γλυπτο το θεωρησαν αντιεξουσιαστικο κ διαταξαν να μαστιγωσουν τον γλυπτη 30 φορες. Τον μαστιγωσαν δημοσια κ ο κοσμος παρακολουθουσε το θεαμα σαν να εβλεπε θεατρο.
Ο γλυπτης τελειωσε το αγαλμα της Ελευθεριας. Παρουσιαζε ένα δεντρο. Τις ριζες του δεντρου. Εβλεπες σε αυτό το δεντρο τις ριζες του που πηγαιναν βαθια μεσα στο εδαφος.
Εστησαν το λοιπον το αγαλμα στην πλατεια. Γυρω απο την πλατεια ηταν ακομα τα σπουπιδια. Από τοτε που ελευθερωθηκαν μαζευαν συνεχεια σκουπιδια κ δεν ειχαν τελειωμο,
κ όλα τα σκουπιδια δεν ηταν παρα μονο μιας μαρκας,
καποιου εργοστασιου που ονομαζοταν «φοβος». Ενα φαντασμα.
Τωρα πλεον ο γλυπτης δεν ζωγραφιζει. Εχει γερασει. Καθε πρωι παιρνει το μπαστουνακι του κ περπατα διπλα στο ποταμι, περνα μια μικρη ξυλινη γεφυριτσα, ακουει τις παπιες που παιζουν στο ποταμι κ μετα καταληγει σε ένα λοφο, καθεται στον αγαπημενο του βραχο κ κοιταζει από κει πανω το τοπιο σιωπηλος. Μια φορα εκανε το γλυπτο της Σιωπης. Ειχε υψος 10 μετρα. Ηταν ένα τεραστιο αυτι,
σαν ενα επιγειο δορυφορικο πιατο που λαμβανει μηνυματα,
από το υπερπεραν.
υπερπεραν,
Ο γερο γλυπτης σιωπηλος. Οπου νασαι θα ξαναγυρναγε πισω στην αγκαλια του.