Κ ειπεν ο Κριστοφ την παραβολη ταυτην:
Τον καιρο εκεινο εγενετο ψηφοφορια στην πολη Εκκα κ οι ψηφοφοροι προσελευναν στις καλπες για να ψηφισουν. Κ το βραδυ που εμαθαν τα αποτελεσματα των εκλογων, εμουτζωνε ο ενας τον άλλο. Το ιδιο κ οι αρχηγοι των κομματων, εμουτζωνε ο ενας τον άλλο. Το ιδιο κ τα τσιρακια τους, οι βουλευτες τους. Αλληλομουτζωνονταν. Κ ηταν μεγαλο το πληθος, γυρω στους 300. Όμως κατά βαθος αυτος ο αδελφοκτονος πολεμος ηταν ένα σκηνικο ομορφα φτιαγμενο για το πληθος, τις μαζες, τον οχλο. Γιατι κ οι αρχηγοι των κομματων,
μαριονεττες στα χερια 5-6 ατομων που διοικουν το κοσμο.
Απλη αριθμητικη φιλε. Το μεγαλο ψαρι τρωει το μικρο,
αλλα,
κ το μεγαλο ψαρι κ το μικρο,
θυτης κ θυμα:
Παιχτες ενός παιχνιδιου
εφημεροι σαν ονειρο.
( ποιηματακι από μια ιστορια Ζεν).
Κ εσταματησεν για λιγο την διηγηση ο Κριστοφ κ εζητησεν από τον μαθητη του Κυριακο,
-πρωην πανεπιστημιακο διδασκαλο που παρετηθει δια να ακολουθησει τον Κριστοφ-
του εζητησεν λιγο νερο. Κ του εφερε νερο ο Κυριακος σε ένα πλαστικο κουβα. Κ εβρεξε τα χειλη του ο Κριστοφ κ ειδε ότι το πληθος του κηρυγματος του ηταν διψασμενο. Κ ειπεν στον Κυριακο:
-Δωσε στο πληθος να πιει.
-Μα το πληθος είναι χιλιαδες, ποιος θα πρωτοπιει; Ειπε ο Κυριακος.
Κ τοτε Αυτος εφερε τα χερια Του πανω από τον κουβα με το νερο κ τον ευλογησε.
-Πηγαινε τωρα. Είναι ενταξει, ειπε ο Κριστοφ, κ παρε κ τον Νικολεα μαζι σου να σε βοηθα.
Ο Νικολεας. Αλλη περιπτωση αμαρτωλη αυτος. Εργοστασιαρχης. Μεγαλος εργοστασιαρχης. Κ επουλησεν το εργοστασιο κ εμοιρασεν τα υπαρχοντα του στους φτωχους. Γιατι πολλοι οι φτωχοι το καιρο εκεινο. Κ ηρθεν όμως η εφορεια κ εζητησεν φορους, γιατι εκτος από τους φτωχους επρεπε να μοιρασει κ στην εφορεια κ ο Νικολεας δεν εδωσε σε αυτους. Κ ετσι δια να μην τον συλλαβουν επηεν στα βουνα. Τον μαζεψε ο Κριστοφ κ εγινε ο 13ος μαθητης του. Ο πιο αγαπητος του. Διατι αυτος, ο Νικολεας, ειχεν κ εδωσεν. Πλουσιος ητο κ φτωχος εγινε ηθελημενα, όχι λογω κρισης. Μπουχτησε κ τα παρατησε.
-Παρτε τα όλα. Δικα σας.
Τα τελευταια του λογια. Κ εσηκωθηκε κ εφυγεν.
Ο Νικολεας κ ο Κυριακος εμοιρασαν στο κοσμο νερο κ εξεδιψασαν. Ισαμε με 20000 ατομα κ εξεδιψασαν κ εριξαν πανω τους κ εδροσιστηκαν ολοι. Κ όταν αφησαν το κουβα στα ποδια του Κριστοφ ο κουβας ηταν γεματος. Κ επεσαν στα ποδια του κ τον φιλησαν.
Τους σηκωσε πανω ο Κριστοφ κ τους ειπε ότι αυτό δεν θα το επαναλαβετε ποτε ξανα. Ποιος ειμαι εγω; Ενα τιποτα όπως εσεις. Όπως ολοι μας.
Αγκαλιαστηκαν κ οι τρεις τους. Όμως επειδη επεσεν πολύ σοβαροτητα, ο Κριστοφ ειπεν στο πληθος ένα ανεκδοτο. Τους ειπε ότι γινονται εκλογες σε μια παναρχαια χωρα. Κ εγελασαν ολοι. Υστερα τους μαζεψε ολους κ τους ειπε:
-Ξεδιψασατε;
Κ αυτοι ειπαν: Ναι, ξεδιψασαμε.
Κ συνεχισεν ο Κριστοφ:
Ωραια.Χαιρομαι γι αυτό. Τα δεντρα όμως που είναι γυρω μας κ τα λουλουδια, θελουν κ αυτά νερο. Ας παμε να τα ποτισουμε.
Κ τα ποτιζαν μεχρι το βραδυ. Κ αυτά υπερευχαριστημενα θελαν να ψηλωσουν, να φτασουν τα αστρα, να τα κατεβασουν κατω στην αγκαλια του πληθους. Κ τα χαμηλα φυτα, οι θαμνοι, τα λουλουδια, οι μαργαριτες ακουμπουσαν τη γη να την βαλουν στα ποδια του πληθους.
Κ εγενετο χημεια μεταξυ του ανθρωπου κ της φυσης εκεινη την ημερα. Γιορτη.
Μετα εξαπλωσαν ολοι να κοιμηθουν κατω από τον ουρανο κ τα δεντρα. Κ υστερα επερασεν ο Κριστοφ κ τους φιλησε ολους έναν έναν κ τελευταιους αφησε τους μαθητες του. Κ πηγεν ο Νικολεας να του φιλησει το χερι κ του ειπε ο Κριστοφ χαριτολογοντας : Δεν ειμαι η γκομενα σου,
κ τον εφερε στην αγκαλια του ο Κριστοφ κ τον εσφιξε μεσα στην αγκαλια του.
Υστερα κοιμηθηκαν ολοι.
Κ το πρωι όταν σηκωθηκαν, ειδαν τα παντα ανθισμενα γυρω τους. Κ η εποχη ηταν καλοκαιρι. Καυσωνας. Κ ειπεν ο Κριστοφ στους μαθητες του κ στο
πληθος : Φερατε την ανοιξη.
ευχαριστω για την φιλογενια. Κριστοφ