Καθισμένη ανακούρκουδα.
Με τα μαλλιά να πέφτουν κρύβοντας.
Στο πάτωμα.
Στο ξύλο με τα σύμμετρα ορθογώνια.
Πεταμένες φωτογραφίες. Το ίδιο πρόσωπο.
Το κορμί στον ρυθμό της τρέλας. Μπρος πίσω. Και ξανά. Και στο στόμα το ανοιχτό φωνήεν. Το πρώτο. Προέκταση υπερτονισμένη, ίδια κι απαράλλαχτη, τραγουδιστή, να μπαίνει και να βγαίνει, να κάνει ρίμα η κίνηση, να φεύγει στο κενό η μελωδία.
Στα δάχτυλα περασμένες οι στιγμές. Χάρτινες, ερωτικές. Στα χείλια να μουσκεύουν οι φωτιές να ξεθωριάζουν τα κόκκινα. Και ξανά στο πάτωμα. Τα τεντωμένα χέρια, η φωνή, στη λύπη να παραμιλά τον θυμό και το μυαλό να τριγυρνά γυμνό πάλι από την αρχή.
Με τα μαλλιά να πέφτουν κρύβοντας.
Και στο πάτωμα με τα σύμμετρα ορθογώνια.
Το ίδιο πρόσωπο.
Εγώ, εσύ, αυτός.
Στα δάχτυλα τα δάκρυα να μετρούν τις πληγές.
Και στην προσφώνηση ο πληθυντικός αριθμός.
Το ίδιο πρόσωπο.
Εμείς, εσείς, αυτοί.
Και στο πρώτο γράμμα η φωνή.
Να ξεφωνίζει.
Άρνηση
Μην ακούς!
Θόρυβος είναι
Δράκος ψεύτικος
Μην ακούς!
Κρότος είναι
Μάγος ψεύτικος
Μην ακούς!
Στα χέρια τα παραμύθια σου
Τα όνειρα στη φυλακή σου
Στα δάχτυλα
Κρύψε
Φωνές και γράμματα
Στα μάτια σου τα χρώματα
Και μη φοβάσαι
Γύρνα και δες
Άκουσε
Μουσική είναι
Γεώργιος Μ. Θεοδοσίου
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ,
τεύχος 1779 στις 26 Σεπτεμβρίου 2013