Στα 14α γενέθλιά μου περιτριγυριζόμουν από ανθρώπους κάθε είδους. Ψηλούς, κοντούς, αδύνατους, χοντρούς, αστείους, σοβαρούς, φίλους, εχθρούς.Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες αργότερα βρισκόμουν στο πίσω κάθισμα ενός παλιού Ford, μπλε χρώματος, που υποσχόταν το τέλειο ταξίδι διακοπών, σύμφωνα με τον μεσήλικα πωλητή. Δεν ήταν δικό μου ταξίδι. Όχι. Ήταν του θείου και της θείας μου. Εγώ δεν άνηκα εκεί. Η θέση μου ήταν σε ένα παλιό σπίτι στη Σκιάθο. Ένα σπίτι πανδοχείο. Φιλοξενούσε τα όνειρα και τα συναισθήματά μου. Φιλοξενούσε δεκαπέντε χρόνια αναμνήσεων. Δεν σκόπευα να σταματήσω στα 15. Φυσικά και δεν το σκόπευα! Ήλπιζα πως δεν θα ερχόταν η στιγμή που θα λησμονούσα τα καλοκαίρια στη Σκιάθο αφού θα ήξερα πως κάθε καλοκαίρι θα ήμουν εκεί. Για να είμαι ειλικρινής δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου πως αυτή η πολυπόθητη, πλέον, ρουτίνα θα σταματούσε τόσο ξαφνικά.
Το μόνο που πήγε να γίνει ήταν ανακαίνιση. Το παλιό σπίτι στη Σκιάθο δε θα ήταν πια παλιό. Η λέξη ανακαίνιση στα αυτιά ενός μικρού παιδιού μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα-φασαρία. Καταραμένο ένστικτο. Τον τρίτο μήνα των εργασιών ένα ατύχημα με τα μηχανήματα στοιχίζει τη ζωή ενός 27χρονου εργάτη. Άνδρα λεχώνας. Δεν ήθελαν και πολύ οι κουτσομπόλες του χωριού και βγήκε γραμμή πως έφταιγαν οι ιδιοκτήτες. Εξαφανίσθηκαν λοιπόν από προσώπου γης και το παλιο σπίτι στη Σκιάθο είναι τώρα σκέτο ερείπιο. Γιαπί κανονικό. Και οι φιλοξενούμενοι έμειναν άστεγοι. Και οι καλεσμένοι των 15ων γενεθλίων έγιναν επικριτές. Αλλά δεν ήξεραν. Κανείς τους δεν ήξερε. Το εργατικό ατύχημα είχε παραπάνω να δώσει από αφορμή για μοιρολόι. Είχε να προσφέρει στην αστυνομία του νησιού και τον κύριο Βογιατζή μια υπόθεση σκέτο διαμάντι.
Πάνε κοντά 11 μήνες από το ατυχές συμβάν και το διαμάντι μοιάζει περισσότερο με φο μπιζού μιας και όλα δείχνουν πως επρόκειτο πράγματι για ατύχημα. Τα σημειώματα όμως στην αλληλογραφία του κυρίου Βογιατζή δείχνουν προς άλλη κατεύθυνση.