Το πρόσωπό σου
εκείνο το σκοτεινό
και βροχερό πρωινό
ήταν τόσο φωτεινό
μα τα μάτια σου
τόσο θλιμμένα..
Η βροχή δυνάμωνε
με τους ψίθυρους
του χειμώνα
να γεμίζουν το τοπίο
που έσταζε
αναρωτήθηκα…
Που βρέχει άραγε,
στα μάτια σου
ή έξω από αυτά ?
Κι αν χάνονται
τα δάκρυα
ή γίνονται μαργαριτάρια
που λάμπουν
στο φως του ήλιου
όταν ανατέλλει
το χαμόγελο σου ..
Μυστικά κι’ αθόρυβα..
Κολυμπούσα στο βλέμμα σου
έβλεπα με το φως σου
καταλάβαινα
με το άγγιγμα σου
άκουγα με την φωνή σου
και περπάταγα στο δρόμο σου
έως ότου…
σταμάτησες
να πιείς νερό
με τις χούφτες
στη πέτρινη βρύση
αρκέστηκα να κοιτάω
τις σταγόνες
που έπεφταν απ’ τα
δάχτυλα σου
μα η δίψα μου παρέμενε
στα καυτά μου χείλη
γιατί
ήταν μακριά σου…
και τούτη τη φορά
αναρωτήθηκα
πόσες μέρες είναι η ζωή
και πόσες νύχτες…
Πόσα βήματα ακόμα
μου μέλει να περπατήσω
για να φθάσω
στη πηγή
να πιω νερό με τις χούφτες
να ξεδιψάσω…
να σ’ απαντήσω…
Νίκος Στυλιανού