Μέρα γιορτής και πένθους ,λαβωμένη από το μαχαίρι του θανάτου η χαρά και οι καμπάνες.......
ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΖΩΗΣ
Ήταν εκείνο το πρωινό 25 του Νοέμβρη, μέρα γιορτής και πένθους ,λαβωμένη από το μαχαίρι του θανάτου η χαρά και οι καμπάνες να θρηνούν ακατάπαυστα , βουβό μοιρολόι.
ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ , έτρεξα και σε γύρεψα και σε φώναξα όπως τα ποτάμια, τα νερά που τρέχουν χωρίς να ξέρουν για πού. Με το μήνυμα του θανάτου σου καρφωμένο στην καρδιά,κραυγή μέσα στη νύχτα σε γύρεψα και δεν ήρθες, έφυγες όπως τα πουλιά στον ουρανό.
Ήθελα να σύρω στο κουρασμένο σου μέτωπο τα δάκτυλα μου να εμφυσήσω μέσα σου την πνοή μου. Δεν πρόλαβα γιαγιά ,έφυγες και δεν μου έμεινε τίποτα.
Ο κόσμος καιγόταν μπροστά μου και ο καπνός εξάγνιζε το φως σε αποχαιρετιστήριο λυγμό.
Το μαύρο το χρώμα της ψυχής μου χύθηκε , μια μουντζούρα η πλάση.
Δείλιασα ,λύγισα όπως τα λιανόδενδρα στο γέρμα του βοριά.
Και καθώς άνοιξα τα χέρια στον ουρανό για σωτηρία, μεμιάς γέμισε ο τόπος καραμέλες ,εκείνες που νιόβγαλτο μοίραζα με καμάρι κάθε είκοσι πέντε του Νοέμβρη στο σχολείο.
Και τότε δεν γνώριζα ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ότι μοίραζα την καλοσύνη σου ,την μεγάλη καρδιά σου.
Η ζωή σου μια φλόγα μια θυσία και ήμουν δίπλα σου για ν’αφουγκράζομαι τον πόνο σου ,να τρέξω πριν με καλέσεις, να μη σε χάσω.
Κένταγες τον καμβά της ζωής μου με κλωστή το χρυσό φως της περηφάνιας σου για να είμαι έτοιμη, δυνατή, στων ονείρων το κάλεσμα , η συνέχεια στα ίχνη της φωτεινής τροχιάς σου.
Σ΄έπλενα με της νιότης μου το δροσερό νερό, σ’αγκάλιαζα και σου’δινα το αίμα μου, έραινα με ροδοπέταλα τα λευκά, χιονάτα μαλλιά σου και τότε γινόσουν παιδί ξένοιαστο και γελαστό συνένοχο στην σκανταλιά μαζί μου!
Θυμάμαι που ήρθαν στο κρεβάτι του πόνου σου,Βίους Αγίων να σου πουλήσουν και τρόμαξαν όταν αντίκρισαν την ΑΓΙΟΣΥΝΗ ΣΟΥ.
Και περίμενες την επιστροφή μου στο σπίτι με το τραπέζι στρωμένο κι αν δεν ερχόμουν εσύ περίμενες με στοργή ,πάντα περίμενες όπως οι μάνες το ξενιτεμένο παιδί.
ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ,η μεγάλη αλήθεια ,το μυστικό μας, κλεισμένο κόκκινο τριαντάφυλλο στα σφιγμένα μας χέρια .
Δεν πρόλαβα να σε φιλήσω να σ’αναστήσω !
Για πρώτη φορά δεν ήμουν πλάι σου δεν μ’ άφησαν να μείνω και εσύ δεν έμαθες,
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ:
ΑΝΑΠΝΕΩ ΚΑΙ ΖΕΙΣ , ΦΩΝΑΖΩ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΖΩ.
ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ ,Η ΖΩΟΔΟΤΡΑ ΑΧΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΦΩΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΑΣ.
Και οι καμπάνες πια κάθε 25 του ΝΟΕΜΒΡΗ σταμάτησαν να θρηνούν, γιατί κατάλαβαν κιαυτές.
ΣΤΗΝ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ