Όγκος στο πολλαπλάσιο, του στεναγμού το βάρος.
Θόρυβος, σφύριγμα βαρύ, υγρό ' ναι το φιλί του.
Ωκεανός απέραντος και είναι θυμωμένος.
Ορυμαγδός η ανάσα του, ανάσα που ουρλιάζει.
Ήρθε το θες στα ξαφνικά, σαν έτρωγε το πλήρωμα.
Πιάτα, σερβίτσια που χτυπούν, τρέμουν, πέφτουν και σπάνε.
Ανάσα που δεν πρόλαβε να καταπιεί και φτύνει.
Τα κύματα πελώρια στην επαφή με σίδερα, ουρλιάζουν και σκορπίζονται,
χτυπούνε στ' ανελέητα κατάστρωμα κι΄αμπάρια,
σκούζουν, θρηνούν και χάνονται, σαν αφρισμένο τέρας.
Κι' αυτό, σκαρί τριάντα ετών, πάλι και πάλι δέρνεται..
λυγίζει στο μαστίγιο, ωκεανού το κύμα.
Αγέρας που ξαπλώνεται, γυρίζει, στροβιλίζει..
Παράθυρα μαστίζονται και λες πως παν' να σπάσουν.
Χτύπος και θόρυβος πολύς, που κάπου πως μπερδεύεται
στου Καπετάνιου την φωνή, βραχνή βουή στεντόρεια,
που λες τα μπάσα πως κρατά, στης θύελλας ορχήστρα.
Είκοσι πάνε δεξιά, μοίρες που φεύγουν τρέχοντας
ακολουθώντας προσταγή, στου τιμονιού την ρότα.
Μέση τιμόνι και γραμμή, ημιταχώς στο πρόσω,
μανούβρες με την μηχανή, να μην το διπλαρώσουν
αυτά τα μαύρα τα βουνά, να μην το καταπιούνε.
Αγκομαχάει κι' ο καπνός στο κίτρινο φουγάρο
που μιας, πάει, σκορπίζεται στης θύελλας αντάρα.
Όλη την νύχτα όρθιος, στην Γέφυρα εκείνος
με την ματια στα κύματα, μαύρα βουνά, πελώρια..
παλεύουν - σώματα χτυπούν - μα σώζει το σκαρί του.
Σαν η αυγή πάει φανεί, κοπάζει κι' ο αγέρας.
Άλλη μια νίκη και αυτή, μες τα τριάντα χρόνια
πάλης Θεριού - πάλης ψυχής - πάλης του νου
και της σιωπής, ώσπου γαλήνη στα νερά
και το φανάρι στα ζερβά, λιμάνι προμηνύει !
Ζεστό καφέ ο σκάπουλος του φέρνει και με σέβας,
κοιτά τον καπετάνιο του, που την ζωή χρωστάει.
Τώρα που η πάλη τέλειωσε και όλα γαληνεύουν,
θέλει να πει ευχαριστώ. Μα ξέρει και σωπαίνει.
Ξέρει καλά τον πλοίαρχο, δεν θέλει τεμενάδες.
Ξέρει καλά πως η ψυχή και πάντα που νικάει.
Ξέρει πως μεροκάματο, ζωή, χαρά και λύπη,
ξέρει πως είναι τυχερός που πλήρωμα του είναι.
Ξέρει θα είναι ζωντανός και πάντα θα νικάει.