Ύπνος βαθύς.
Κι΄ εγώ να ψάχνω το λιμάνι της φυγής,
να περνάω τις πόρτες της λησμονιάς
ψάχνοντας,
να βρω την μεγάλη πύλη
της Ανακούφισης μα και τη Άρνησης,
μη γυρίσω πίσω,
για να ξυπνήσω και πάλι
φυλακισμένος.
Όλες τις σκέψεις τις ποθητές,
Όλα τα Ναι ντυμένα άσπρα κεντητά.
Όλα τα θέλω προσευχηθώ.
Όλα τα γέλια μες τα ζεμπίλια.
Όλος ο έρωτας φρέσκος – γυμνός.
Όλο το παρακαλώ ιδρωμένο,
να μη γυρίσω για να ξυπνήσω
και πάλι πίσω,
φυλακισμένος και ξεχασμένος
στο σκαλαριό.
Άκρη στ’ αμπέλια ψάχνω να βρω.
Εδώ τρυγάνε και λαχταρίζουν.
Εδώ τραγούδια τους τα ποτίζουν.
Εδώ κλαδεύουν την ομορφιά.
Σταμνί σπασμένο,
κρασί χυμένο,
κόκκινο δάκρυ παρατημένο,
βλέπω και φεύγω
ψάχνω ν’ ανέβω
πρασιά σκαμμένη και φυτεμένη
νέους βλαστούς.
Μα πίσω οι βάτοι
λίμνης υπάρχω,
τέλμα του βάθους
για να πνιγώ.
Φοβάμαι τρέχω
λάσπες παλεύω,
νερά που διώχνω για να σωθώ.
Νίκος Στυλιανού