Θα σ’ αγκαλιάσω όπου και να ’σαι,
θα σε στολίσω με την Ανατολή
κάθε φορά που ο ήλιος βγαίνει να γελάσει
σε μια καρδιά που πάει ν’ αναστενάξει
μπρος στην απεραντοσύνη των βουνών.
Θ’ αγγίζω με το μετάξι των καινούργιων λουλουδιών
τα δροσοσταλαγμένα βλέφαρα
που έκρυψαν πόθους ανεξημέρωτους
και πάθη αλαφιασμένα στων φεγγαριών τις δίνες.
Στα μάτια σου θα σβήσω το παράπονο
στέλνοντας ούριους ανέμους
και μια γραμμή ανεμελιάς θ’ αρχίσω να ζωγραφίζω
με τα πινέλα της καρδιάς που χρώματα εφευρίσκουν.
Με χτένα ασημένια που έφτιαξε η θάλασσα
στου φλοίσβου την ανάσα
τις όμορφες κατεβασιές των λαμπερών μαλλιών σου, θ’ αναστήσω
που με ουρές ευέλικτων γοργόνων μοιάζουν.
Θα σου αφήσω στο πρόσωπο της ευτυχίας το σημάδι
και κλάματα ξανά δε θα ταράξουν τη γαλήνη
που φύτεψε ξαφνικά ο έρωτας παντού
σε μια στιγμή που αφέθηκες να παίζεις με το κύμα.
Τότε που τόλμησες να φτάσεις ουρανούς κι ας ντράπηκες
για τον πόθο που έπινε των ονείρων όλη την πηγή.
Κι ας έβλεπες την αγάπη ντυμένη με το χιτώνα μιας αγίας
που ’χε ξεπέσει τελευταία, ζητιάνα των πιο ιδανικών στιγμών.
Στ’ αλήθεια αμαρτία δεν είναι αυτό το θελκτικό σώμα
που έφερνε στα μάτια σου τη δίψα ν’ αφεθείς,
γιατί τον έρωτα τον δέχτηκες γυμνό πριν τον υμνήσεις
πάνω στων χεριών τη ξεγνοιασιά.
Του φίλησες το τριχωτό το στέρνο
και στους αγαλματένιους σου μηρούς
έπεσε το ουράνιο σπέρμα,
καρπός της ηδονής που έσμιξε με την αγνότητα
για να γεννηθεί ανέλπιστα ένα θαύμα!
Η γη στέγνωσε απ’ τη μοναξιά
κι ο πόνος κάποιου χωρισμού έτρεξε
στα σκοτάδια, σαν λάβα ηφαιστειακή.
Στους μυστηριώδεις βάλτους της νύχτας χύθηκε,
κάτω απ’ τα πληγωμένα άστρα
που είπαν ν’ αλώσουν την ψυχή
με τ’ άγγιγμα της μνήμης.
Τ’ άλικο φως τους, έλιωσε σε καλούπια καραβιών
με σκουριασμένες άγκυρες
και στ’ ανοιχτά ταξίδεψαν ευάλωτες υπάρξεις.
Χαίτες ανέμων στοργικών έφεραν απίθανες οσμές
απ’ των νησιών τα απλωμένα άνθη.
Μες στο χλιμίντρισμα των μηχανών
που θάμπωσαν το μάτι
με την ομορφιά ενός χορού Νυμφών,
ηλιοβασιλέματα αρνήθηκαν έναν προορισμό
σε μια ψυχή ευαίσθητη, μονάχη
χρώματα σκορπίστηκαν σ’ αισθήματα σκληρά,
πίνοντας της θάλασσας καημούς, λυγμούς της γης
που ακόμη, δεν ευτύχησε τον σπόρο να βλαστήσει.
Τα χρόνια σκεπάστηκαν το γαλανό σεντόνι,
κοιμήθηκαν σε κάποιες έρημες ακρογιαλιές
κι όταν ξυπνούσαν απ’ τους ερωτικούς αναστεναγμούς
πλέκανε του έρωτα μονόπετρο δαχτυλίδι
να το περάσει εκείνος, ασυγκράτητος
στο δάχτυλο της αιώνιας αρραβωνιαστικιάς.
Να της σφαλίσει τα ξεραμένα χείλη
με τους δροσιστικούς Μαΐστρους!
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Νέα Αγχίαλος Βόλου