Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια ηλιόλουστη, φωτεινή πολιτεία, ζούσαν τρεις αδελφές∙ η Πανωραία η ωραία, η Χάρις η χαριτωμένη και η Ευγενία η ευγενική. Η Πανωραία ήταν το πιο όμορφο κορίτσι της πολιτείας. Τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν στους ώμους της σαν χρυσός ποταμός, τα μάτια της καθρέφτιζαν το γαλάζιο του ουρανού, τα δόντια της ήταν άσπρα σαν το γάλα και το δέρμα της βελούδινο σαν τα πέταλα του τριαντάφυλλου.
Η δεύτερη αδελφή, η Χάρις ήταν η πιο χαριτωμένη κοπέλα της πολιτείας. ΄Εμοιαζε με κύκνο, έτσι που ο λαιμός της ήταν ψηλός και καμαρωτός. Περπατούσε με ανάλαφρα, παιχνιδιάρικα βήματα σαν μπαλαρίνα και οι κινήσεις των χεριών της θύμιζαν το απαλό πέταγμα της πεταλούδας.
Η μικρότερη από τις αδελφές, η Ευγενία, ήταν ένα ασχημούλικο κορίτσι με γυαλιά και σιδεράκια στα δόντια. Είχε όμως τόσο καλούς τρόπους και τόσο ευγενική καρδιά, που το πρόσωπό της φωτιζόταν από ένα παράξενο, δυνατό φως. Η Ευγενία είχε να δώσει κάτι καλό σε όλους. Στα λουλούδια και στα ζώα ένα χάδι και λίγο νεράκι, στα πουλιά λίγα ψίχουλα και στους ανθρώπους μια καλή κουβέντα. Κι αν στην αρχή τα παιδιά την κορόιδευαν για τα σιδεράκια της, αυτή ήταν τόσο ευγενική μαζί τους, που στο τέλος έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.
Ένα πρωινό, όταν οι άνθρωποι της πολιτείας ξύπνησαν, είδαν στον ουρανό συννεφιά. Γρήγορα κυκλοφόρησε το νέο ότι ο ήλιος είχε αρρωστήσει και ήταν στο κρεβάτι, γι’ αυτό δεν είχε βγει στον ουρανό, να στείλει το ζεστό του φως. Ο ήλιος, πράγματι ήταν αδιάθετος με πυρετό και αισθανόταν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσε να φωτίσει τον κόσμο μόνος του, έτσι αποφάσισε να προσλάβει βοηθό, για να ξεκουραστεί λίγο, μια και ήταν πια γέρος και δεν είχε πολλές δυνάμεις. ΄Εγραψε λοιπόν με καλλιγραφικά γράμματα μια αγγελία και την έστειλε σε όλες τις κυριακάτικες εφημερίδες για να τη διαβάσουν τα κορίτσια της πολιτείας.
«Ζητείται κορίτσι με πολλά προσόντα, για να βοηθήσει τον ήλιο να φωτίσει τον κόσμο. Το ωράριο εργασίας θα είναι από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Αργίες και καλοκαιρινές διακοπές δεν θα υπάρχουν. Η αμοιβή της βοηθού θα είναι να κατακτήσει τον κόσμο».
Όλα τα κορίτσια έμαθαν τα νέα και σε λίγες μέρες, όταν ο ήλιος ήρθε στην πολιτεία για να προσλάβει βοηθό, φόρεσαν τα καλά τους και πήγαν να τον συναντήσουν. Μέχρι το μεσημέρι, ο ήλιος είχε δει όλα τα κορίτσια, εκτός από τις τρεις αδελφές που περίμεναν τελευταίες στην ουρά.
Πρώτη, πλησίασε η Πανωραία και μίλησε στον ήλιο με περήφανο ύφος.
«Κύριε ήλιε, νομίζω ότι είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για την εργασία που ζητάτε!».
«Και γιατί παρακαλώ δεσποινίς;» αποκρίθηκε ο ήλιος. «Τι προσόντα έχεις;».
«Μα θέλει και ρώτημα;» είπε η ωραία της πολιτείας. «Την ομορφιά μου, τι άλλο;».
«Είσαι πράγματι πανέμορφη» είπε ο ήλιος «αλλά μόνο με την ομορφιά, δεν μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο!».
Η Πανωραία θύμωσε, γύρισε την πλάτη της απότομα και απομακρύνθηκε χωρίς να τον αποχαιρετίσει.
Μετά, πλησίασε η Χάρις με το ανάλαφρό της βάδισμα, έκανε μια χαριτωμένη υπόκλιση στον ήλιο και περίμενε.
«Τι προσόντα έχεις δεσποινίς μου;» ρώτησε ο ήλιος.
«Τη χάρη μου, τι άλλο;» απάντησε η Χάρις.
«Είσαι στ’ αλήθεια πολύ χαριτωμένη» είπε ο ήλιος «όμως η χάρη δεν φτάνει για να κατακτήσεις τον κόσμο».
Η Χάρις θύμωσε και μουρμουρίζοντας νευριασμένα, έφυγε βιαστικά χωρίς να πει αντίο.
Τελευταία, πλησίασε η Ευγενία κρατώντας ένα ποτήρι νερό.
«Καλώς ορίσατε κύριε ήλιε!» είπε χαμογελαστά. «Σας έφερα λίγο νεράκι γιατί από το πρωί που είστε εδώ σίγουρα θα είστε διψασμένος! Μάθαμε ότι είστε άρρωστος και στεναχωρηθήκαμε πολύ. Περαστικά σας και σας ευχαριστούμε που μας φωτίζετε με το φως σας!».
Ο ήλιος απόμεινε να την κοιτά κατάπληκτος. Ποτέ του δεν είχε συναντήσει άλλον άνθρωπο να μιλά τόσο ευγενικά. Πήρε το ποτήρι με το νερό, το ρούφηξε μέχρι την τελευταία σταγόνα, γιατί ήταν πράγματι πολύ διψασμένος, ξερόβηξε και ρώτησε την Ευγενία.
«Τι προσόντα έχεις δεσποινίς;» .
«Προσόντα;» είπε το κορίτσι. «Ω, δεν είναι καθόλου ευγενικό να μιλήσω για τον εαυτό μου! Καλύτερα να ρωτήσετε τους φίλους μου!».
«Και ποιοι είναι οι φίλοι σου παρακαλώ;» ρώτησε ο ήλιος.
«Τα λουλούδια, τα πουλιά, τα ζώα και οι άνθρωποι της πολιτείας» απάντησε η Ευγενία.
Τότε, ο ήλιος ρώτησε τα λουλούδια, αν η Ευγενία ήταν καλή για να την προσλάβει. Εκείνα άνοιξαν τα μπουμπούκια τους και πλημμύρισαν τον αέρα με την ευωδιά τους. Στη συνέχεια, ρώτησε τα πουλιά. Εκείνα μαζεύτηκαν πάνω από το κεφάλι του κοριτσιού και πετάριζαν, τιτιβίζοντας χαρούμενα.
΄Υστερα, φώναξε να ρωτήσει τα ζώα. ΄Ηρθαν τα σκυλάκια, περιτριγύρισαν την Ευγενία και της έκαναν χαρές κουνώντας τις ουρές τους. ΄Ηρθαν οι γάτες, τρίφτηκαν στα πόδια της και γουργούρισαν από ευχαρίστηση. Στο τέλος, ο ήλιος ρώτησε τους ανθρώπους. ΄Ολοι τους είχαν να πουν για την Ευγενία μόνο καλά λόγια. Κανένα δεν είχε στενοχωρήσει και σε κανένα δεν είχε φερθεί με αγένεια. Μίλησαν για τους καλούς της τρόπους και την ευγένειά της, που ήταν αιτία να έχει τόσο φωτεινό πρόσωπο.
Ο ήλιος την κοίταξε ικανοποιημένος και της είπε «Ευγενία, κέρδισες τη θέση της βοηθού μου, με την αξία σου. Η ευγένειά σου φτάνει και περισσεύει για να κατακτήσεις τον κόσμο!». Σφύριξε στα φτερωτά άλογά του, έδωσε το χέρι του στο κορίτσι, ανέβηκαν στο χρυσό του άρμα και έφυγαν στον ουρανό για να φωτίσουν τον κόσμο.
΄Ετσι, ο κόσμος φωτίστηκε από την ευγένεια της Ευγενίας και ’κείνη κατέκτησε όλο τον κόσμο.