Περίμενα το 7 στην άδεια από αμάξια Εγνατία.Καλοκαρινό βράδυ αν και μέσα Μαΐου.Το ένιωθες στην ζέστη που σε τύλιγε και στο αεράκι που στο ψιθύριζε κάθε τόσο.Ένιωθα τόση κούραση αν και στην ουσία δεν είχα κάνει τίποτα κι εκείνη την μέρα.
Έπιασα το πακέτο με τα τσιγάρα και έβγαλα ένα.Τρεις φορές πάλεψα να το ανάψω αλλά ένα μικρό φύσημα μού έσβηνε την φλόγα από τον μαύρο αναπτήρα μου.Χαμογέλασα και παράτησα την προσπάθεια.Μια σιγανή συρτή φωνή μου μίλησε δίπλα στο αυτί μου.Ένιωσα για τα καλά την ανάσα που συνόδευε τις λέξεις της στο λαιμό μου.
Θα σε σκοτώσει αυτό Άνταμ…,μου είπε η φωνή κάπως περιπαιχτικά.
Πάλι ήρθες να με πειράξεις ε?, απάντησα από μέσα μου χωρίς να χρειαστεί να ανοίξω το στόμα μου.
Έλα δεν θες λίγη παρέα?,συνέχισε ειρωνικά η φωνή δίπλα μου.
Γύρισα προς τα δεξιά μου και τότε τον είδα.Φορούσε αυτό το μαύρο παλτό και από μέσα πουκάμισο με γραβάτα.Πού με είχε ανακαλύψει πάλι?
Θα πρέπει να έχεις σκάσει με αυτά που φοράς…,του είπα.
Ξεχνάς Άνταμ ότι δεν νιώθουμε τίποτα??,,μου αποκρίθηκε γελώντας.
Κοίταξα προ το τέλος του δρόμου.Το 7 πρόβαλλε δειλά δειλά.Δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να με ακολουθήσει ,σκέφτηκα από μέσα μου.Αλλά την ίδια στιγμή το μετάνιωσα που έκανα αυτή την σκέψη.Μου χτύπησε φιλικά τον ώμο με το χέρι του.
Έλα μην αγχώνεσαι,για ένα ποτάκι θα έρθω μόνο.Έχεις ακόμα από εκείνο το ρούμι?,με ρώτησε ενώ μικρές φωτιές έπαιζαν στα μάτια του.
Δεν του απάντησα αλλά ανέβηκα στο λεωφορείο.Χτύπησα το εισιτήριο μου και κάθισα σε μια κενή θέση.Το λεωφορείο ήταν ψιλοάδειο.Μάλλον όλοι ήταν στα μπαράκια και διασκέδαζαν τώρα.Αυτός κάθισε δίπλα μου.Κοίταζε μια γυναίκα γύρω στα 40 που μίλαγε στο κινητό της.Στα πόδια της είχε στριμωγμένες τσάντες από ένα παιχνιδάδικο.Φαινόταν τόσο χαρούμενη.
Σε 3 μέρες θα πεθάνει,μού είπε άχρωμα.
Δεν γύρισα το βλέμμα μου προς αυτόν.Κοίταζα από το παράθυρο τα άδεια πεζοδρόμια της πόλης που πέρναγαν τρέχοντας από δίπλα μας.Τόσους αιώνες τον είχα μάθει.Τού άρεσε να επιδεικνύει την εξουσία του.
Εδώ δεν κατεβαίνουμε?,με ρώτησε όταν φτάναμε στην περιοχή που έμενα.
Του έγνεψα καταφατικά.
Μόλις κατεβήκαμε από το αστικό,άναψα τσιγάρο.Αυτή η σιωπή στους δρόμους της πόλης με ηρεμεί απίστευτα.Στρίψαμε στο πρώτο στενό αριστερά και μετά από πέντε λεπτά μπαίναμε στο σπίτι μου.
Βλέπω δεν έχει αλλάξει και πολύ το διαμέρισμά σου…,είπε ο Χάρος βγάζοντας το παλτό του και ακουμπώντας το πάνω σε μια καρέκλα κοντά στο σαλόνι.Μαύρη γραβάτα,μαύρο πουκάμισο.Γέλασα από μέσα μου.
Δεν αλλάζεις ποτέ το γούστο σου στο μαύρο ε?,τον ρώτησα και άνοιξα το ψυγείο βγάζοντας 2 παγωμένες μπίρες.Του πρόσφερα την μία.Τράβηξε μια γερή γουλιά και σκούπισε τα βρεγμένα χείλη του με το μανίκι του.
Υπάρχει μια μικρή διαφορά..Παλιά ήταν οι χιτώνες τώρα τα κοστούμια και τα παλτό..,μου είπε με φανερή διάθεση και βουλιάζοντας στην πολυθρόνα μου.
Πάντα στο πνεύμα του καιρού.,συμπλήρωσα εγώ και κάθισα στον μεγάλο καναπέ απέναντί του.
Λοιπόν,πού είναι η Εύα?Ακόμα να τα βρείτε?,με ρώτησε κοιτώντας τα βιβλία μου στην βιβλιοθήκη.
Φαντάζομαι κάπου θα σέρνεται κι αυτή…,του απάντησα τελείως ψυχρά.Άναψα κι άλλο τσιγάρο και του πρόσφερα κι από αυτό.Δεν δέχτηκε παρά μόνο ήπιε πάλι από την μπίρα του και μετά με κάρφωσε στα μάτια.Ένιωσα να ανατριχιάζω λίγο.Αυτά τα μάτια,σκέφτηκα,οι άνθρωποι τα κοιτάνε μόνο μία φορά στην ζωή τους και η οποία είναι και η τελευταία τους φορά…
Ακόμα την ψάχνεις ε?Δεν σταμάτησες ποτέ να την αναζητάς Άνταμ..Δεν έπαψες ποτέ να την αγαπάς..ε??,μου είπε σοβαρά.
Πήρα την μπίρα και την άδειασα σχεδόν όλη στο ξεραμένο λαιμό μου.Τράβηξα και μια ρουφηξιά από το τσιγάρο πριν το ακουμπήσω στο τασάκι.Και έμεινα να κοιτάζω εκείνο το γυναικείο πορτρέτο που είχα πάνω από την τηλεόρασή μου χωρίς να του απαντήσω.
Στα μάτια μου ήρθαν τότε εικόνες από κείνη την φορά που την είχα συναντήσει στα σοκάκια εκείνης της πόλης,λίγο πριν την αλώσουν οι βάρβαροι.Στεκόταν με το σπαθί της και πολεμούσε 3 αγγέλους.Ήταν γεμάτη στα αίματα.Είχα μείνει να την κοιτάω καθώς πολεμούσε με λύσσα ενάντια σε όλες τις πιθανότητες,με τα λυμένα μαύρα της μαλλιά να κυματίζουν σε κάθε κίνηση του κορμιού της.Για μια στιγμή είχε γυρίσει και με είχε κοιτάξει.Μια μόνο στιγμή.Κι όμως εκείνη την στιγμή είδα στα μάτια της μέσα να φεύγει εκείνο το μίσος και να έρχεται μια γλυκιά αναλαμπή.Μια μόνο στιγμή.Πήγα να την πλησιάσω σπρώχνοντας τους στρατιώτες του Άλλου αλλά εκείνη την στιγμή μια φοβερή κραυγή ακούστηκε από τα τείχη της πόλης.Εάλω η Πόλις!
Οι άγγελοι σταμάτησαν για μια στιγμή ταραγμένοι.Στην συνέχεια πέταξαν προς την Αγιά Σοφιά σηκώνοντας μια τεράστια σκόνη καπνού.Θυμάμαι είχα κλείσει τα μάτια μου και τα άνοιξα όταν ένιωσα ότι ο καπνός είχε διαλυθεί.Είχε φύγει.Είχε χαθεί πάλι έτσι ξαφνικά.Όπως γινόταν αιώνες τώρα.
Μην την σκέφτεσαι…Δεν αξίζει.Ποτέ δεν άξιζε.Ήταν μια ανυπόταχτη.Μια άπιστη.,μου είπε παρηγορικά ο Θάνατος.
Ένιωσα την οργή να με ξεχειλίζει.Έπιασα το μπουκάλι της μπίρας και το πέταξα στην τζαμαρία της βιβλιοθήκης κάνοντάς την να σπάσει σε μικρά κομμάτια.Κάποια από αυτά πήρανε τον Χάρο.Εκείνος δεν μίλησε αλλά τίναξε τα κομμάτια από τους ώμους του.
Δεν ήταν άπιστη.Ήταν απλά μια αυθεντική ψυχή.Μια ελεύθερη!Καταλάβετε το όλοι εσείς!Όλοι εσείς οι πιστοί δούλοι!!,του φώναξα αγριεμένος.
Η Λίλιθ ήταν το μεγαλύτερο λάθος του Θεού.,είπε ο Χάρος ατάραχος.
Αυτό το ΄΄΄λάθος’’ εγώ αγάπησα…,του είπα ξανακάθοντας στον καναπέ.
Δεν μίλησε.Με κοίταγε,με κοίταγε και προσπαθούσε να με καταλάβει.Πώς να καταλάβει κάποιος όταν δεν έχει ψυχή?...
Ξαφνικά ένιωσα να με πονάει όλο μου το κεφάλι.Το χαμήλωσα και το έπιασα με τα δυο μου χέρια.Χωρίς να τον κοιτάξω του είπα ήρεμα κι αργά:
Ήρθε η ώρα μου?...
Γέλασε δυνατά για κάμποσα λεπτά κι ένιωσα πάλι την ψυχή μου να σφίγγεται γιατί μάντεψα την απάντηση.
Σταμάτα να το ρωτάς αυτό συνέχεια όποτε με βλέπεις.,μου απάντησε και συνέχισε:
Και σταμάτα επιτέλους να κόβεις τις φλέβες σου κάθε βράδυ και να ξυπνάς το επόμενο πρωί μέσα στα αίματα.Δεν σε κουράζει αυτό??Κατάλαβέ το,σε προσπερνάω…
Πήγα και πήρα κι άλλη μπίρα από το ψυγείο.Αυτή την φορά έμεινα όρθιος να κοιτάω έξω στο μικρό πάρκο κάτω από το σπίτι μου.
Πώς είναι δυνατόν να αγάπησα ένα λάθος?Η ψυχή ποτέ δεν αγαπά ένα λάθος.Και κάθε μέρα οι τύψεις με σκοτώνουν αλλά χωρίς να με αποτελειώνουν ποτέ οριστικά.Ο Θεός σας ξέρει να τιμωρεί πολύ καλά.,του είπα.
Έλα είμαι έτοιμος για άλλη μια φορά να σε ακούσω.Είμαι ο μοναδικός σου φίλος άλλωστε,κι ας μην το παραδέχεσαι…,μου αποκρίθηκε αυτός.
Έπρεπε να την είχα ακολουθήσει τότε.Με είχε παρακαλέσει να την ακολουθήσω.Αλλά εγώ δίστασα,δείλιασα.Δεν την άκουσα.Και την έχασα.,του είπα κι άδειασα και την δεύτερη μπίρα.
Έκανες το σωστό…,μου είπε.
Πώς είναι δυνατόν να έκανα το σωστό όταν νιώθω συνέχεια ενοχές??Πώς είναι δυνατόν να το λες αυτό όταν βλέπεις σε τι κατάσταση βρίσκονται τώρα τα παιδιά μου??!Δες λίγο τι γίνεται στον κόσμο.Οι άνθρωποι εξαρχής,με πρώτο εμένα,δν ιαλέγουν την αγάπη αλλά την λογική και το συμφέρον.,του αντιμίλησα αγριεμένος πάλι.
Ένα αεράκι μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο και χάιδεψε το πρόσωπό μου.Το μυαλό μου πήγε δεκαετίες πριν,σε έναν ματωμένο μάη.Τότε που την είχα βρει ανάμεσα σε ένα πλήθος από εξαγριωμένους φοιτητές σε μια μεγάλη πλατεία.Ήταν ξαπλωμένη πάνω στα άσπρα πλακάκια και αιμορραγούσε από την κλοιλιά.Την είχα σηκώσει στα χέρια μου και περπατούσα γρήγορα μην ξέροντας που πηγαίνω.Κι αυτή με κοιτούσε και μου χαμογελούσε αδύναμα,ένιωθα την ζεστή της ανάσα στο λαιμό μου.Κι εγώ με δάκρυα στα μάτια της φώναζα μείνε ξύπνια μην με αφήνεις τώρα που σε βρήκα!μείνε λίγο ακόμα αγάπη μου!
Η πλατεία άδειασε κάποια στιγμή.Οταν εκείνη άφησε την τελευταία της πνοή που σαν αεράκι τύλιξε το πρόσωπό μου.Μια άδεια πλατεία και δύο εραστές παλιοί στην μέση να αποχωρίζονται άλλη μια φορά…
Είναι ώρα να φύγεις.Θέλω να μείνω μόνος μου.,είπα στον μαυροντυμένο ΄΄φίλο’’ μου.
Την βρήκες πάλι αλλά την έχασες.Έτσι δεν είναι?Την συνάντησες εκεί κάπου στην Ροτόντα.,μου είπε καθώς σηκωνόταν και φόραγε το παλτό του.
Η επόμενη φορά που θα σε δω ελπίζω να είναι και η τελευταία…,του είπα σκυθρωπός και τον συνόδεψα προς την πόρτα.
Πήγα και κάθισα στο καναπέ και έβγαλα άλλο ένα τσιγάρο.Σε λίγο θα πήγαινα πάλι στην μπανιέρα και θα την γέμιζα με ζεστό νερό που σύντομα γινόταν κόκκινο.Και λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου θα σκεφτόμουν λυπημένα:
Η ελπίδα πέθανε κι απόψε…
(στην Λ.)