Ήταν μια μεγάλη παραλία που οδηγούσε σε μια μεγάλη μπλε θάλασσα.Ήταν και κάτι άσπρα μεγάλα κύματα.Και όλα στο όνειρο αυτό ήταν μεγάλα.Μόνο εμείς οι δύο ήμασταν μικροί,μέσα σε αυτό το ξύλινο μικρό σπιτάκι.Στην μέση της παραλίας.
Και ξαφνικά άρχισε να μαυρίζει ο ουρανός και παντού να πέφτει το σκοτάδι,παντού εκτός από το σπιτάκι.Υπήρχε ένα ανεξήγητο κίτρινο φως που έλουζε διστακτικά τον χώρο.Έξω άρχισε να βρέχει και να κουνιούνται τα φύλλα των παραθύρων.
Γύρισα και σε έψαξα.Είχες κουρνιάσει σε μια γωνία φοβισμένη.Έτρεμες.Πήγα προς το μέρος σου και κάθισα δίπλα σου.Σε πήρα στην αγκαλιά μου και σου φίλησα τα μαύρα σου μαλλιά.Και τότε σταμάτησες να τρέμειςΚαι με κοίταξες στα μάτια.
<<Κάντο να σταματήσει>> μου είπες.
<<Πώς αγάπη μου?>>,σου είπα.
<<Δικά σου είναι όλα αυτά,εσύ ξέρεις>>,μου είπες.
Και τότε κοίταξα την βροχή έξω.Κοίταξα τον ουρανό.Και όλα σταμάτησαν.Και ήρθε πάλι μέρα,πάλι ήλιος.Γύρισα χαρούμενος προς το μέρος σου αλλά είχες φύγει.
Το πρωί με βρήκε στο άδειο μου κρεβάτι ιδρωμένο.Κάτι δάκρυα είχαν στεγνώσει στο πρόσωπό μου.Μπορεί να ήταν και οι σταγόνες εκείνης της βροχής,σκέφτηκα…