Κοιμάσαι με σκοπό να ξεχάσεις.Να βγεις για λίγο από την μιζέρια που σε τρώει.Από αυτή την πουτάνα θλίψη που χρωματίζει κάθε σου κίνηση.
Αλλά ο ύπνος σου είναι και αυτός ανήσυχος.Γεμάτος πρόσωπα και εφιάλτες.Ζεις ξανά τις ίδιες γαμημένες καταστάσεις που δεν θα ήθελες ούτε ξύπνιος.Μέχρι που συνειδητοποιείς ότι ούτε να κοιμάσαι αξίζει.Θα λεγες ότι σε πονάει περισσότερο αυτή η ονειρική σου φωλιά.Κι εκεί σε κείνο το φρικτό σταυροδρόμι χάνεις απλά τον ύπνο σου.Τις βουβές μέρες ακολουθούν βουβές νύχτες.Νύχτες με ένα μπουκάλι τεκίλα και άφθονα τσιγάρα.Κι έναν καναπέ για να σε υποφέρει.
Το αγόρι είχε μια γκόμενα.Τα είχανε από το πανεπιστήμιο.Είχε τελειώσει κι αυτή νομική.Δούλευε σαν βοηθός σε μια εταιρεία.Έτσι μου είχε πει η Κριστίν.
Κάτι στον τρόπο που αναφερόταν η Κριστίν στην κοπέλα κάτι στα μισόλογά της,είχα καταλάβει ότι δεν πρέπει να τα πήγαινε καλά με τον Τζέιμς τώρα τελευταία.Η Κριστίν είχε πει ότι ο αδερφός της έμοιαζε να απέφευγε την κοπέλα.
Η γκόμενα έμενε στην περιοχή Flowers που γειτόνευε ανατολικά με το Providence.Καλή περιοχή μεσοαστών.Καμιά σχέση με το χάλι που έβλεπες εδώ.Εκεί όλοι είχαν το κήπο τους με το πράσινο φρεσκοκουρεμένο γκαζόν και το γκαράζ τους.Κάνανε κάθε Κυριακή μπάρμπεκιου και μιλάγανε από πολιτική μέχρι μόδα.Ήταν κάπως μακριά όμως από την Fall.Έπρεπε να πάρω το λεωφορείο.Και κάποια στιγμή έπρεπε να πάω και κείνο το σαράβαλο το Rover στο συνεργείο.
Βγαίνοντας από το σπίτι του Τζέιμς διαπίστωσα ότι είχε πάει κιόλας μεσημέρι.Κάτι τέτοιες ώρες παλιά,πέθαινα από την πείνα.Τώρα όμως δεν είχα όρεξη για τίποτα.Τα τσιγάρα κάναν καλά την δουλειά τους και σ αυτό.
Ο καιρός ήταν ακόμα μουντός.Παρά την πρωινή βροχή,δεν είχε ανοίξει ακόμα.Μαύρα σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από την πόλη.Περίμενα αυτή την καταιγίδα,αυτή την νεροποντή που θα ξέσπαγε ξαφνικά και μέσα σε λίγη ώρα θα τα καθάριζε όλα.Την παρακμή μας,την παρακμή μου,την βρώμα μας.Μ άρεσε αυτή η όμορφη ψευδαίσθηση της βροχής.
Τράβηξα για την στάση που ήταν 4 τετράγωνα πιο κάτω.Καθώς περίμενα το 57,χτύπησε το κινητό μου.Γέλασα.Μόνο όταν χτύπαγε θυμόμουν ότι υπήρχε.Σκέφτηκα πάλι την Λίλιθ που όποτε το έβλεπε με κορόιδευε για το πόσο παλιό ήταν.
Η Πόλυ με καλούσε.
΄΄Σύλλας’’,είπα σηκώνοντάς το.
΄΄Πώς πάει ντετέκτιβ?Βρήκες τίποτα?’’,με ρώτησε με κάπως παιχνιδιάρικη φωνή.Γιατί είχε κέφια αυτή τώρα,αναρωτήθηκα.
΄΄Το προσπαθώ Πόλυ…Τουλάχιστον γλιτώνω την χαρτούρα..’’,της απάντησα.
΄΄Απ’ότι μου φαίνεται θα έχω πάλι ρεπορτάζ σε λίγες ώρες!’’,μου είπε χαρούμενη.
Άθλια πουτανίτσα,σκέφτηκα.
΄΄Δεν ξέρω Πόλυ.Ακόμα στην αρχή είμαι’’,της αποκρίθηκα νευριασμένος.
΄΄Καλά Σκότυ,μου φαίνεται καλύτερα να κλείνω..’’,μου είπε κάνοντας να κλείσει.
΄΄Ε Πόλυ περίμενε λίγο!Θέλω μια χάρη.’’,της είπα ξαφνικά.
΄΄Τι είναι ντετέκτιβ?’’,με ρώτησε ανυπόμονα.
΄΄Μάθε σε παρακαλώ το όνομα του ιατροδικαστή του Τζέιμς.Μάθε και πάρε με να μου πεις.Οκ?’’
΄΄Οκ ντετέκτιβ.Σε παίρνω σε λίγο.Φιλιά.’’,μου είπε και το έκλεισε.
Πώς και δεν την έχω πηδήξει ακόμα αυτήν?
Κάτω στην στροφή το 57 έκανε την εμφάνισή του.
4.
Ο πατέρας μου,ένα από κείνα τα βράδια που ερχόταν στο κρεβάτι κρατώντας στο ένα χέρι ένα βιβλίο και στο άλλο ουίσκυ με 2 παγάκια,μού είχε ότι του άρεσε πάντα να κάθεται τελευταία θέση αριστερή γωνία στην τάξη.Από τότε κι εγώ καθόμουν στην ίδια θέση.Στο σχολείο,στην Ακαδημία,στο αστικό,παντού.Είναι αλήθεια αυτό που έλεγε ο γέρος,αυτοί δεν σε βλέπαν μα εσύ τους έβλεπες όλους.
Η Πόλυ μού είχε στείλει μήνυμα.Σιχαινόμουν τα μηνύματα.
΄΄Ίαν Γουόκερ,Gillespie 45’’,έλεγε το μήνυμα.
Σχημάτισα τον αριθμό της υπηρεσίας τηλεφωνικού καταλόγου.Αν έπαιρνα στο τμήμα το πιο πιθανό θα ήταν να άκουγα το γάβγισμα του μαλάκα του διευθυντή.
Λίγα λεπτά μετά καλούσα το σπίτι του ιατροδικαστή.Ένα μικρό παιδί το σήκωσε.
΄΄Γεια σου μικρέ.Είναι κει ο μπαμπάς σου?Ένας φίλος θέλει να του μιλήσει.’’,του είπα αλλά αμφιβάλλω αν κατάλαβε και πολλά γιατί άρχισε να ρωτάει αν είμαι ο θείος του ο Τομ που θα του έφερνε ένα δώρο.
Ευτυχώς από το μαρτύριο αυτό με έσωσε η φωνή μιας γυναίκας που πήρε το ακουστικό.
΄΄Εμπρός?Συγγνώμη για τον μικρό αλλά είναι πολύ ζωηρός….’’,είπε και γέλασε ενώ από μέσα το μικρό ούρλιαζε να πάρει πίσω το ακουστικό.
΄΄Είμαι ο αστυνόμος Σύλλας και θα ήθελα να μιλήσω στον άντρα σας.Είναι για μια υπόθεση που ερευνώ.Είναι κει?’’,την ρώτησα χωρίς να σχολιάσω το χαζοχαρούμενο μητρικό της σχόλιο.
΄΄Λυπάμαι δεν είναι εδώ.Καλύτερα να δοκιμάσετε στην δουλειά.Είναι ακόμα νωρίς και δεν θα έχει πάει στην λέσχη.Θέλετε να σας δώσω το τηλέφωνο?’’,με ρώτησε λίγο πιο σοβαρή τώρα.
΄΄Ναι ευχαριστώ..’’,της είπα και έψαξα στην τσέπη του παλτού μου για στυλό.
Σημείωσα το τηλέφωνο στον καρπό μου,την ευχαρίστησα πάλι και το έκλεισα.
Το λεωφορείο εκείνη την ώρα πέρναγε την στάση Κλούμ,τελευταία μέσα στο Providence.Mετά άρχιζε η Flowers.Σε πέντε περίπου στάσεις κατέβαινα.
Σχημάτισα τον αριθμό του ιατροδικαστή στο κινητό μου.Το μυαλό μου είχε ήδη αρχίσει να ζαλίζεται από τα τόσα τηλεφωνήματα.Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως θα ήταν το τελευταίο για σήμερα.Αλλά όπως είχε πει κάποτε και η Λίλιθ,δεν κρατάω ποτέ τις υποσχέσεις μου…
Κάθισα σε ένα παγκάκι εκεί κοντά στην στάση που κατέβηκα και άναψα τσιγάρο.Κάθισα λίγο να σκεφτώ.Το όπλο ήταν ένα μικρό 45άρι από αυτά που πωλούνται στην αγορά.Η κάνη του είχε αφήσει σημάδι στο μέτωπο του νεαρού.,λες και ο δολοφόνος του το πίεζε για κάμποση ώρα προτού πατήσει την σκανδάλη.Στα παπούτσια του βρέθηκαν ίχνη από λουλούδια.Κίτρινα γαρύφαλλα.Μια ανατριχίλα μου είχε έρθει όταν ο ιατρός μου το είχε αναφέρει αυτό.Κίτρινα γαρύφαλλα…
Η όλη υπόλοιπη εξέταση δεν είχε δείξει τίποτα παρά μόνο ότι ο μικρός είχε φάει μακαρόνια περίπου 2 ώρες πριν πεθάνει.Κι αυτό περίεργο αν σκεφτεί κανείς την ώρα που πέθανε.Τράβηξα προς το σπίτι της κοπέλας.
Ο κήπος ήταν αρκετά περιποιημένος και μεγάλος,με πρασινάδα που κάλυπτε όλο τον ψηλό φράχτη,μην επιτρέποντας στον περαστικό να δει από μέσα.Διαφορετικό σπίτι από τα συνηθισμένα της περιοχής.Πλησίασα την σιδερένια εξώπορτα.Ήταν ανοιχτή γ αυτό προχώρησα στο εσωτερικό του κήπου.Παντού λουλούδια και θάμνοι.Υπήρχαν αρκετών ειδών λουλούδια εκεί αλλά το μάτι μου έπεσε σε ένα συγκεκριμένο.
Ήταν σε γλάστρες που αιωρούνταν στηριζόμενες σε ξύλινους στύλους,στα πλάγια του πέτρινου μονοπατιού που οδηγούσε στην κυρίως πόρτα του σπιτιού.Ήταν αυτά τα κίτρινα γαρύφαλλα.Με έπιασε πάλι εκείνη η περίεργη ανατριχίλα.
Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα να δω ποιος θα μου ανοίξει.Τελικά μου άνοιξε ένας νεαρός πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι.
΄΄΄Παρακαλώ?Τι θα θέλατε?’’,μου είπε με απότομο ύφος.
΄΄Είμαι ο ντετέκτιβ Σύλλας.Ερευνώ μια υπόθεση και θα θελα να μιλήσω στην Κάρολ αν γίνεται.Δεν θα μας πάρει πολύ.’’,του απάντησα.
΄΄΄Της μίλησαν και πιο πριν κι άλλοι συνάδελφοί σας.Νομίζω ότι είπε ό,τι είχε να πει.Γεια σας…’’,μου αποκρίθηκε κοφτά και πήγε να κλείσει την πόρτα.
Σταμάτησα την κίνησή του βάζοντας το πόδι μου στην πόρτα.
΄΄Κοίτα δεν με νοιάζει αν της μίλησαν κι άλλοι.Και δεν πρόκειται να σ ακούσω επειδή είσαι σακάτης.Ερευνώ μια δολοφονία και πρέπει να μιλήσω στην κοπέλα.Κατάλαβες?’’,του είπα νευριασμένος.
Εκείνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό και πήγε να πει κάτι,αλλά μια φωνή από μέσα μας σταμάτησε από τον καυγά.
΄΄Εντάξει Σαμ!Δεν πειράζει.Άσε τον αστυνόμο να περάσει.’’,είπε η γυναικεία φωνή και αμέσως κατάλαβα ότι ήταν η κοπέλα.
Πέρασα στο χολ όπου άφησα το παλτό μου.Ο σακάτης με προσπέρασε και τράβηξε προς ένα δωμάτιο.Εγώ πήγα προς το σαλόνι απ’όπου είχε ακουστεί η φωνή.
Καθώς προχωρούσα σκέφτηκα την αντίθεση ανάμεσα σ αυτό το σπίτι και στο σπίτι της μάνας του Τζέιμς.Αυτό εδώ το σπίτι ήταν γεμάτο φως και φρέσκο αέρα.Αλλά και δω αισθανόμουνα την παρουσία της θλίψης και της στεναχώριας.Η πραγματικότητα μας προδίδει όλους,όπως είχε πει παλιά σε μια ταινία του ο Πήτερ Σέλλερς.
Η κοπέλα ήταν ψηλή με όμορφα κυματιστά ξανθά μαλλιά και δύο γκριζοπράσινα μάτια.Στεκόταν δίπλα στο αναμμένο τζάκι κρατώντας ένα ποτό στο χέρι.Φαινόταν αρκετά χαλαρή και ένας αέρας δυνατής αυτοπεποίθησης έμοιαζε να την τυλίγει.
Μόλις μπήκα στο σαλόνι ήρθε και μού συστήθηκε,σφίγγοντάς μου το χέρι.
΄΄Κάρολ Παλ’’,μου έιπε χαμογελώντας μου.
΄΄Ντετέκτιβ Σύλλας,χάρηκα για την γνωριμία’’,της απάντησα ανταποδίδοντας το χαμόγελο που μου έριξε.
Πήγε και κάθισε σε μια δερμάτινη πολυθρόνα δίπλα στην φωτιά.Παρατήρησα πάλι τα μαλλιά της.Λες και πάνω τους χόρευαν οι φλόγες της φωτιάς.Κάθισα στον μεγάλο μαύρο καναπέ απέναντί της.Έπιασε ένα πακέτο τσιγάρα από το τραπεζάκι μπροστά της και μου το έτεινε.
΄΄Ευχαριστώ..’’,της είπα και πήρα ένα τσιγάρο.Τράβηξε κι αυτή ένα.
΄΄Πρέπει να ανοίξω τα παράθυρα μετά για να ξεμυρίσει ο χώρος.Οι γονείς μου νευριάζουν όταν καταλαβαίνουν ότι καπνίζω μέσα στο σπίτι.Πάλι καλά που γυρνάνε αργά το βράδυ.Μόνο ο αδερφός μου δεν ενοχλείται.’’,μου είπε αφού έβγαλε το πρώτο σύννεφο καπνού από τα στήθη της.
΄΄Τον ενοχλούν όμως οι επισκέπτες απ’ότι κατάλαβα’’,της αποκρίθηκα με ένα μικρό χαμόγελο.Αυτή η γκόμενα μου άρεσε.Είχε αυτή την σιγουριά πάνω της,στις κινήσεις της,στον τρόπο που μιλούσε και σε κοίταζε.Ωστόσο υπήρχε κάτι το προσποιητό μέσα σ όλα αυτά.Μου το έλεγε το ελαφρό τρέμουλο στο χέρι της καθώς κρατούσε το τσιγάρο και μια υποψία σκιάς στο βλέμμα της.
΄΄Μην τον παρεξηγείτε.Θέλει απλά το καλό μου.Έχει κιόλας ταραχτεί με όλα αυτά που έγιναν και είναι λίγο νευρικός.’’,μου απάντησε τινάσσοντας την στάχτη σε ένα γυάλινο σταχτοδοχείο.
΄΄Εσείς δεν έχετε ταραχτεί?’’,την ρώτησα καρφώνοντάς την στα μάτια.
Με κοίταξε για λίγη ώρα σιωπηλή και μετά μου αποκρίθηκε:
΄΄Φυσικά ταράχτηκα.Τον ήξερα πολύ καλά τον Τζέιμς.Ήμασταν μαζί για αρκετό καιρό.’’
΄΄Ήσασταν?Πόσο καιρό είχατε χωρίσει?’’
΄΄Πάνε 3 μήνες τώρα.’’,μου απάντησε πίνοντας από το ποτό της.
΄΄Από τότε δεν ξαναβρεθήκατε?’’,την ρώτησα.
΄΄Όχι.’’,μου αποκρίθηκε αμέσως.
Πρώτο ψέμα μικρή,σκέφτηκα από μέσα μου,σβήνοντας το τσιγάρο.