Φίλοι μου, ο αγαπημένος μου δρόμος.. ο δρόμος που βγάζει από το σπίτι μου στη θάλασσα, ούτε διακόσια μέτρα δρόμος.. έμπνευση για το παρακάτω κείμενο, που το έγραψα πριν από μερικά χρόνια, τον καιρό του μεγάλου μας έρωτα..με τον δρόμο... Εύχομαι όλοι στη ζωή μας να έχουμε έναν τέτοιο δρόμο... και να γυρίζουμε εκεί ξανά και ξανά..
"Δρόμοι του καλοκαιριού, δρόμοι του θέρους, της θάλασσας, στρωμένοι με ψιλό χαλίκι, σκονισμένοι μέσα στην κάψα του μεσημεριού. Δρόμοι του καλοκαιριού, στενοί, ανάμεσα σε φράκτες με τεράστιους, τρομακτικούς κισσούς και πορτοκαλί χωνάκια που κρέμονται σαν σαρκοφάγα τέρατα, που ελέγχουν με άγρυπνο μάτι το χώρο τους, αυτόν που ορίζουν μέσα από την ακινησία τους. Με τη αψιά μυρωδιά του ευκάλυπτου, που υψώνεται ολόρθος, ολόισιος πίσω από το πρόχειρο συρματόπλεγμα, με τη βουή της θάλασσας μπροστά ή πίσω σου. Από τη μια μεριά η κιτρινωπή αμμουδιά και το κομμάτι το μπλε της θάλασσας που φαίνεται ανάμεσα από τα χαμηλά σπιτάκια κι από την άλλη η ανηφόρα, ή κατηφόρα, όπως την βλέπει κανείς, που βγάζει στη θάλασσα, από τα ψηλά ξεκινώντας, κατεβαίνοντας χαμηλά. Με την παμφάγα σκόνη που εξαφανίζει τα πάντα, που κάθεται πάνω στις τεράστιες καρδιές του κισσού, πάνω στα αυτοκίνητα τα αφημένα να καίγονται σε μιαν άκρη, πάνω στα πόδια με τις σαγιονάρες που βαδίζουν νωχελικά προς ή και από τη θάλασσα. Και σ’ ένα σημείο η λάσπη, από το χώμα που κατέβρεξε με το λάστιχο ο κύριος με τη ριγέ βερμούδα κι ο πιτσιρίκος με το ποδηλατάκι με τις βοηθητικές ρόδες. Τα τζιτζίκια και τα τριζόνια τσιρίζουν, μέρα και νύχτα, διαγωνίζονται, ποιο θα κάνει την περισσότερη φασαρία, ποιο θα βγάλει τον περισσότερο θόρυβο, τρίβοντας με μανία τα πόδια τους το ένα πάνω στο άλλο, κι εσύ νομίζεις ότι τραγουδάνε, κι εσύ νομίζεις ότι είναι κάλεσμα ο ήχος τους, κάλεσμα για κάποιον άλλο, για κάποιον που είναι ή θα γίνει αγαπημένος. Δρόμοι του καλοκαιριού, μακάριοι μέσα στο βουητό τους, νωχελικοί, τεμπέληδες, σε μιαν άλλη διάσταση του χρόνου, αργή, αργόσυρτη, ακούνητη, ακίνητη. Και πάνω τους, πάνω στη σκόνη και στα χαλίκια τους, πάνω στη ράθυμη φύση τους, καταλαγιάζουν, κατακάθονται, καθησυχάζουν όλα όσα κουβαλάμε μέσα μας, όλα όσα φορτώνουμε πάνω μας, όλα όσα σέρνουμε από τη μεγάλη πόλη, από το αγχωτικό περιβάλλον, από τις άπειρες υποχρεώσεις, γονατίζουν και παραδίνονται στους ανύπαρκτους ρυθμούς των χαλικόστρωτων δρόμων. Και μας κάνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαστε, κάτι άλλο απ’ αυτό που κουβαλάμε αγχωμένοι μέσα μας, κάτι άλλο απ’ αυτό που ορίζουμε ως «ζωή μας». Μας κάνουν «παραθεριστές»…