Αν ένα τραγουδι δεν σε κανει να δακρυσεις, δεν είναι τραγουδι.
Τα δακρυα δεν είναι λυτρωτικα. Δεν εχεις κατι κ θελεις να ξεσπασεις. Τα δακρυα
είναι όταν η καρδια τραγουδα.
-Εχουμε θεους σε αυτή την χωρα;
-Θα αστιευεσαι βεβαια. Ζεις στη χωρα των θεων. Ολυμπιοι θεοι.
-Δεν μιλω για Ολυμπιους θεους. Μιλω για ημιθεους, για θνητους, που εγιναν Θεοι.
Ο συνομιλητης μου σκεφτηκε για λιγο κ μετα ειπε:
-Ειμαστε η χωρα των Θεων. Εχουμε πληθωρα θεων. Μια θεικια χωρα.
Μπηκα στην δικη μου εκκλησια να αναψω ένα κερι στους δικους μου θεους. Ανοιξα την πορτα της κ μπηκα μεσα. Δεν υπηρχαν εικονες αγιων, δεν υπηρχε καμια εικονα. Υπηρχαν μονο καντιλια που αναβαν μονα τους. Δεν υπηρχαν καν τοιχοι που να την χωριζουν απο τον εξω κοσμο. Ο εξω κοσμος κ ο μεσα κοσμος ηταν ένα. Αχωριστοι φιλοι.
Πλατεια Βαθης:
Παλαιότερα την πλατεία αυτή σκίαζε μια τεράστια λεύκα, η περίφημη "λεύκα της Βάθειας" η οποία αποκόπηκε το 1926, απ΄ όπου και εξ αυτής παρέμεινε γνωστότερη η πλατεία Βάθης ή Βάθειας.
Τη συνοικία αυτή εξυπηρετούσαν παλαιότερα δύο τροχιοδρομικές γραμμές. Με τον καιρό οι παλαιές οικοδομές, σπουδαίες επαύλεις, παραχώρησαν τη θέση τους σε σύγχρονες πολυκατοικίες και γενικά η περιοχή μεταβλήθηκε σε πολυσύχναστο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο.
Η δικια μου εκκλησια. Μια Λευκα. Μια πανυψηλη λευκα. Γονατισα μπροστα της. Αναψα ένα κερι. Εκατσα διπλα της. Το τοπιο ηταν ένα τεραστιο χωραφι με γκαζον,με το μοναδικο δεντρο την τεραστια λευκα. Ενα κινηματογραφικο τοπιο. Δεν ειχα προθεση να γραψω. Ηλθα εδώ χωρις στυλο κ χαρτι για να απολαυσω το τοπιο. Εψαξα τις τσεπες μου για κανενα τσιγαρο κ ακουμπησα ένα χαρτι.Τι χαρτι ηταν αυτό; Α! Ναι. Τωρα θυμηθηκα! Ειχα διαβασει καπου ότι βρηκαν τυχαια αλλη μια ιστορια του Χανς Κριστιαν Αντερσεν. Ζητησα από τον καλο μου φιλο Κωστα που ζει χρονια στη Δανια κ εχει καποιο φιλο του στο μουσειο του «Χανς Κριστιαν Αντερσεν» να μου στειλει ένα αντιτυπο της, αν μπορουσε. Με χιλιες προφυλαξεις μου το εστειλε. Μην το δημοσιευσεις μου ειπε ο φιλος μου, γιατι η κυβερνηση της Δανιας θελει να το εκμεταλευτει οικονομικα. Στο ακουσμα της λεξης «κονόμα» αναψαν τα λαμπακια μου. Ο Χανς να εκμεταλευτει οικονομικα! Η γνωση είναι δικαιωμα του καθενος μας. Δωρεαν. Η δικη μου εξελιξη κ προοδος στηριζεται πανω στη δικη σου. Κ η δικη σου προοδος στηριζεται πανω σε αλλους. Αν προοδευεις, προδευω κ γω, κ αν βουλιαζεις βουλιαζω κ γω. Ξεδιπλωσα το χαρτακι. Η ιστορια, μου σταλθηκε στο email μου, κριστοφ@yahoo.gr κ την εβγαλα κόπυ. Δεν την ειχα διαβασει ακομα. Περιμενα να βρω την καταλληλη ευκαιρια.Την βρηκα. Εδω, κατω από την τεραστια λευκα. Αρχισα να διαβαζω δυνατα. Σαν να εβγαζα διαγγελμα. Στον εαυτο μου. Εξαλλου εκει μονος μου,στην ερημια, ποιος να με ακουγε; Υπηρχε κανεις να με ακουει;
Χανς Κριστιαν Αντερσεν. Το παραμυθι της Λευκας. 1830. Πρεπει να ηταν 25 χρονων όταν το εγραφε. Νεος. Μολις εβγαινε από το αυγο του κ περπατουσε. Δεν ειχε εμπειρια ζωης. Όμως αυτό δεν παιζει κανενα ρολο, γιατι η εμπειρια συνοδευεται από ένα άλλο νομο που λεει: μην επαναλαμβανεις το ιδιο λαθος. Αν κανεις τα ιδια λαθη συνεχεια, δεν θα αναπτυχθεις ποτε. Ιδιο λαθος σημαινει ακολουθω παντα τον ιδιο δρομο. Δεν παιζουν κανενα ρολο τα χρονια. Μπορει να εισαι 25 χρονων κ σοφος κ μπορει να εισαι 100 κ ενας βλακας.
Μια φορα ηταν ενα ξυπολητο κ αβοηθητο παιδακι. Ο Μαρτιν. Πεθαναν οι γονεις του κ εμεινε μονος σε ένα ασυλο. Ορφανοτροφειο. Εκει μεσα όμως ηταν μια σκετη τρελα. Δεν ηταν ετοιμος να τρελαθει κ αποφασισε να δραπετευσει από την τρελα τους. Δραπετευσε μια μερα, μαζι με τα απλυτα, όταν ηλθε το ιδιωτικο συνεργειο «Τα καθαρα ρουχα» να παραλαβει τα απλυτα για πλυσιμο.Το ορφανοτροφειο βεβαια αρχισε να τον ψαχνει απελπισμενα, όχι γιατι τον αγαπουσε, αλλα για να μην χασει την επιδοτηση. Για κάθε παιδι το κρατος δινει μια επιδοτηση. Τωρα το ιδρυμα «Μαμα Τερεζα»θα ειχε μειωμενη επιδοτηση κατά μια κεφαλή.Του Μαρτιν.
Ο Μαρτιν αρχισε να ζητιανευει για να ζησει. Στην αρχη ζητιανευε οπου εβρισκε, μετα γνωρισε καποιο άλλο ζητιανοπουλο που του ειπε ότι εξω από τα νυχτερινα κεντρα μπορουσαν να μαζεψουν χρημα. Πηγαν εξω από το μουσικο στεκι «Πριν το χαραμα» κ την εστησαν εκει. Δεν μαζευαν όμως φραγκα γιατι οι θαμωνες αφου επιναν κ διασκεδαζαν εβγαιναν εξω με αδειες τσεπες. Ομως αποζημιώνονταν από την μουσικη καποιας φωνης κ καποιου οργανου. Του μπουζουκιου. Εδώ ο Χανς Κριστιαν Αντερσεν γραφει για πιανο,αλλα θα κανουμε καποιες τροποποιησεις, απολυτα αναγκαιες για την διασκευη του εργου στα δικα μας μετρα. Ο Μαρτιν ερωτευτηκε το μπουζουκι. Ηθελε να μαθει μπουζουκι. Μια φορα μπηκαν μεσα στο κεντρο κατι μασκοφοροι κ ξυλοκοπησαν την τραγουδιστρια αποκαλωντας την «Βουλγαρα», δηλαδη κομμουνιστρια . Οι αντρες της ορχηστρας, οι μουσικοι, δεν τολμησαν να σηκωθουν από την καρεκλα τους. Αργοτερα όταν το ρεμπετικο κ το μπουζουκι κατηγορηθηκε από το επισημο κρατος σαν ένα μιασμα, καποιος τολμηρος 24χρονος νεαρος το υπερασπιζεται: Προκειται για τεχνη γνησιως κ μοναδικα ελληνικη. Μανος Χατζιδακις.1949.
Ο Μαρτιν μεγαλωσε. Βρηκε δουλεια. Το πρωτο δωρο που αγορασε στον εαυτο του ηταν ένα μπουζουκι. Εμαθε το μπουζουκι απεξω κ ανακατωτα. Η γυναικα που τραγουδουσε, όταν ζητιανευε εκει εξω απο το κεντρο, τωρα εχει πεθανει. Πολύ θα ηθελε, αν γινοταν, να της επαιζε στο μπουζουκακι του κατι κ αυτή να τραγουδουσε. Ηταν κατι που το ηθελε πολύ.
Ζητουσε κατι το απιθανο. Να μπερδευτουν οι εποχες κ τα γεγονοτα. Αχ,αν μπορουσαν να μπερδευτουν ο χρονος κ τα γεγονοτα! Αν μπορουσαν!
Ας γενουν τα πραγματα όπως θες.
Πλατεια Βαθης.
Ηλθε στην περιοχη της Βαθης κ εγκατασταθηκε ο αλλοτε ηγεμονας της Μολδαβιας κ ευπατριδης Μιχαηλ Βοδας Σουτσος, αγοραζοντας μεγαλη εκταση γης οπου κ ανεγειρε το ανακτορο του μεσα σε ένα τεραστιο κηπο που διαμορφωσε ο ιδιος,
κ μια μερα εδωσε δεξιωση μετα μουσικης,
που αν ηταν στις μερες μας θα ονομαζοταν: Φεστιβαλ μουσικης κατω από το Αυγουστιατικο φεγγαρι.
Μαζευτηκαν πολλοι σπουδαιοι μουσικοι από παντου κ περασαμε ομορφα. Ηταν αργα, μεχρι που εμφανιστηκε ενας μουσικος που κραταγε ένα παραξενο οργανο που το λεγαν μπουζουκι κ ειχε διπλα του μια γυναικα τραγουδιστρια που φοραγε γυαλια. Καθησαν κατω από την μεγαλη Λευκα κ αρχισαν να τραγουδουν κ να παιζουν αυτό,το παραξενο οργανο. Καναμε ολοι ένα γυρω κ τους ακουγαμε που τραγουδουσαν.
Πλατεια Βαθης. Σωτηρια Μπελλου,
σιγοτραγουδουσαμε κ μεις σαν μια χορωδια,
περισσοτερο σιγοψιθυριζαμε σαν να θελαμε να κρατησουμε ενα μυστικο για την παρτι μας, κ αυτό να ξεγλιστρα συνεχως , να φευγει κ να ξαναρχεται παλιν στο στομα μας,
κ να ξαναφευγει συνεχως κ να ξαναρχεται κοντα μας,
ένα παιχνιδι πατερα κ γιου, μανας κ κορης,
ένα παιχνιδι παλιας με νεας γενιας. Ενα παιχνιδι.
αφιερωμενο στη Θεα μου. Σωτηρια Μπελλου,
αφιερωμενο στους ατελειωτους Θεους αυτης της χωρας