Και κατέβαινα τα σκαλοπάτια
φωνάζοντας στον ουρανό
πού’ χε χάσει την πορεία του
να με ακολουθήσει .
Κι’ αυτός μπερδεμένος με τα σύννεφα
και ξεφυσώντας
προσπαθούσε να μαζέψει
τα’ αστέρια του
που σκόρπια δω και κει
τον αγνοούσαν.
Τα σκαλοπάτια τρί(σ)βατα
κατέβαινα στα γρήγορα
χωρίς σταματημό,
για να προλάβω την αυγή
πάνω στον ερχομό.
Πριν να σε δει η μέδουσα
σε είδα και σε έλουσα.
Σου φώναξα τα μάτια σου
ν΄ανοίξεις
πριν ξυπνήσεις,
να δεις φωτιές, καπνούς, σκιές
κι’ απρόσιτες οροσειρές
με χιονισμένες
πίκρες.
Τις αποφύγεις , γέλιο σου
τους ρίξεις και τις κάψεις,
να μη μπορέσουν να σε βρουν
ποτέ και σε σταυρώσουν.
Συμφώνησε κι’ ο ουρανός
όσο εσύ ερχόσουν…
Ομιχλολούλουδα πολλά
δροσιά του πρωινού
ακόμα που κοιμόντουσαν
μάζεψα άρωμα τους,
σφραγίσω μέσα στην καρδιά
σου δώσω να μυρίσεις
το μόλις με γνωρίσεις
Να γεννηθώ διέταξες
και τι… τότε δεν έταξες…
Γλυκιά φαινόσουν
και καλή
κερί λιωμένο μύριζες
και κολυμπήθρας λάδι.
Χέρια και που ανέβαιναν, κατέβαιναν ρωτούσα
σε δω παρακαλούσα…
Μα η ματιά μου στάθηκε
στο πρόσωπο που σκέπαζες
αυτή μεγάλη σου ουλή
που μύριζε ο πόνος…
και φώναζε πορεία μου
πως πάντα θα ‘μαι μόνος…
Μαύρο τρικάταρτο σκαρί
έλυνε τα σχοινιά του
μέδουσες πλήθος φώλιαζαν
στα σάπια ύφαλα του…
Τότε μπουκάλι της καρδιάς
άρωμα φυλαγμένο
Ομιχλολούλουδα πολλά
δροσιά του πρωινού
ακόμα που κοιμόντουσαν
δώρο για να σου δώσω
πριν το μεγάλο το πανί
ζωής πικρής ορθώσω
Μα εσυ πρόσωπο γύρισες
με είδες και δεν μίλησες
πρόσωπο μέδουσα ζωή
με τα πολλά πλοκάμια
γύρισες και το έκρυψες
πίσω απ’ τα καλάμια…
Μ’ έβλεπες, στοιχημάτιζες
κι’ όλο σταυρούς σχημάτιζες…
μ’ έσπρωξες να σαλπάρω
αναπνοή πριν πάρω…
Και τότε θύμηση – ψυχή
στο δρόμο που μου μίλησε
ήρθε κοντά με φίλησε
και μου ‘πε να προσέξω
ποτέ μου να μην τρέξω
και τις φωτιές, καπνούς, σκιές
κι’ απρόσιτες οροσειρές
με χιονισμένες
πίκρες,
πάντα τις προσπερνάω
μη πάψω να γελάω…
Με το τρικάταρτο σκαρί
τα χρόνια μου εγύρισα
και τώρα ήρθε ο καιρός
και πάλι πίσω γύρισα
σε βρω
σου πω δύο λέξεις
δεν ξέρω αν τις
αντέξεις….
Σου πω τα λάθη σου πολλά
τα σοβαρά εγκλήματα
ανθρώπων τα προβλήματα
που μαρτυρούν τα μνήματα…
Σου πω
να σβήσεις τις φωτιές,
χωρίς καπνούς, χωρίς σκιές,
ν’ ανέβεις τις οροσειρές
τις παγωμένες πίκρες
κεράσεις γέλιο και χαρά
ανθρώπων τις καρδιές
κι’ όχι να κρύβεσαι δειλά
πίσω στις καρυδιές…
Μπουκάλι δώρο της καρδιάς
άρωμα φυλαγμένο
σου δίνω να ‘χεις φυλαχτό
ανθρώπων το ευχαριστώ
κι’ όχι την πίκρα, τον θυμό,
κατάρα και απόγνωση
ουλή σου να γιατρέψεις….
Φεύγω λοιπόν με μιαν ευχή
να είν’ η τελευταία
κατάρα που σου δίνω
και στην ουλή που ντρέπεσαι
εκεί απάνω φτύνω…..
Νίκος Στυλιανού