Ανοίγοντας τα μάτια
όλα τα όνειρα τελειώνουν
στον απέναντι τοίχο.
Εκεί προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν
όλες οι ιδέες που γέννησαν,
μα μάταια !
Παγιδεύονται στο συμβατό τώρα,
στο νεκρό-ζωντανό, ασήμαντο σήμερα.
Χωρίς διαβατήριο,
χωρίς καν εισιτήριο,
χωρίς την δύναμη να διαπεράσουν
και να διαβούν στο άπειρο
ζεστό απλωμένο φως,
που φαίνεται απρόσιτο
προς το παρόν.
Και το παρόν να γελά,
να σκούζει και να ειρωνεύεται
και να με καταθλίβει.
Περπάτησα στην εξοχή.
Εκεί, βουνά στα πόδια μου
που χύνονταν στην θάλασσα.
Τσακάλια σκέψεις
πούτρεχαν και πήδαγαν ελεύθερα
ως το ποτάμι,
που βαθύ κι' αγριεμένο
τις εμπόδιζε να συνεχίσουν.
Αφέθηκα στον άνεμο
που διάφανος, γρήγορος, δυνατός,
έτρεχε με ορμή
και φυσούσε από παντού
Τον παρακάλεσα
κι' αφέθηκα.... αφέθηκα....
Ένιωσα να φεύγω μαζί του
αργά και φοβισμένα,
πιό γρήγορα μετά
κι' ελεύθερα.
Ως ότου,
τα κρύα χοντρά δάκρυα
της μπόρας
μ' έκαναν να κρυφτώ
και με σταμάτησαν.
Μπήκα στην σπηλιά
την πρόχειρη
και συλλογίστηκα
όλα τα εμπόδια,
τα σύνορα, τις λέξεις,
που με κράταγαν φυλακισμένο.
Και ώ της τύχης κάλεσμα
χρόνια το ψάξιμο να βρω
αλήθειας την αιτία.
Βαλίτσες με τα βάσανα,
δάκρυα στα δοχεία,
κοφίνια πόνου άβατου,
στάμνες γεμάτες κλάμα.
Βάζα με αναφιλητά,
ζεμπίλια αγανάχτησης
και σκάφες με παράπονο.
Άκουσα χτύπο γνώριμο
άγνωστης πύλης είσοδο,
γνωστή καμπάνα να χτυπά
και να χτυπά για μένα.
Και να το διαβατήριο
μέσα μου εισιτήριο
κι' η δύναμη κι' η θέληση
και τρένο για ν' ανέβω.
Δύναμη να μου δίνουνε
χεριών το σταυροκόπημα
και μουσική απέραντη
ψαλμών η χορωδία.
Γυρίζω βλέπω και κοιτώ
σώμα μου, τοίχους και βουνά
ποτάμια και χαράδρες,
δωμάτια με όνειρα
κλεισμένα μες τους τοίχους.
Κι' εγώ πετώ ελεύθερος
παρέα μου τους στίχους
Ελύτη δάσκαλου σοφού
ψηλού μου διδασκάλου.
" Θεέ μου Συ με θέλησες,
τα στοιχεία που είσαι,
ημέρες και νύχτες
ήλιοι κι' αστέρες, θύελλες και γαλήνη
ανατρέπω στην τάξη κι' εναντίων τα βάζω
του δικού μου θανάτου
που Συ τον θέλησες. "
Ευχαριστώ σε από καρδιάς
στην καλήν μας συνάντηση.
Νίκος Στυλιανού