Κ |
αι να ‘θελα δεν μπόρεσα
τόσες τις πίκρες χώρεσα.
Δεν έδωσα, τις κράτησα
αλλά στ’ αλήθεια μάτωσα.
Κι’ όταν το χώμα σκάλισα
ξέθαψα ανομήματα
τσουβάλια με μηνύματα
κι’ ανώφελα πατήματα
σάπια τα υποδήματα
σπασμένα και τα μνήματα.
Μα να που άρχισ’ η βροχή
για να ξεπλύνει τη ντροπή
σβήσει του νου αστροφεγγιές
κι’ απατηλές τις στέψεις,
κι’ εγώ το γρήγορα πολύ
άπλωσα γρήγορα χαλί
να πλύνει πριν το βαρεθεί
όλου του νου τις σκέψεις.
Μ’ αυτές αμέσως ζήτησαν
φορέσουν τα παλτά τους
γιατί μου είπαν βιαστικά
δεν ήρθε η σειρά τους.
Ώσπου φεγγάρι στη πλαγιά
κατέβηκε στο κάστρο.
Εκεί που χρόνια πάνε πριν
ήρθα – πρωτοσυνάντησα
χρυσό δικό σου άστρο.
Αυτό που το συνάντησα
στα μάτια σαν σε κοίταξα
καθόταν σ’ ένα δάκρυ
στου κάστρου εκεί
την άκρη.
Και ήρθαν ώρες ακριβές
στο χρώμα του αμέθυστου.
Χορεύανε, γελούσανε,
κρασί τους μας κερνούσανε…
Λέξεις, φιλιά και αγκαλιές
τρελό το πανηγύρι
κι’ οι μέλισσες ρουφούσανε
από παντού τη γύρη…
Ως ότου εξημέρωσε
κι’ Αγάπη εφανέρωσε !
Ήλιος ανέβηκε ψηλά
μας πέταξε στεφάνι
ευχή να τρέξουμε μαζί
στης γης το πυροφάνι.
Τώρα που τέλειωσ’ η βροχή
και χώμα εξεπλύθη
όλα του νου τα σκέπασα
μέσα στη μαύρη λήθη.
Το δρόμο κατηφόρισα
βρεθώ ξανά στο κάστρο
όμως ετούτη τη φορά
θάψω δικό μου άστρο.
Νίκος Στυλιανού