Όταν βγήκα απ’ την εκκλησιά
αποφάσισα να επισκεφτώ
τα γκρεμισμένα μου όνειρα
με μια λαμπάδα λευκή,
φορεσιά που έκλεψα
απ’ τα κύματα.
Και την έδωσα να τη σιδερώσει
ο άνεμος, που φύσαγε λαχανιασμένα
κουβαλώντας τον απόηχο του παράπονου
και τον αντίλαλο απ’ το κλάμα της ζωής μου.
Φώναξα την Αδικία
νάρθει μαζί μου συντροφιά,
αλλά αρνήθηκε γελώντας ειρωνικά.
Ο φόβος πρόθυμος,
αλλά τον έδιωξα εγώ
μαζί μη κουβαλήσω
μη πιότερο χειρότερα
τα όνειρα τσακίσω.
Μόνο με μια ξανθιά ψηλή
μα με σπασμένο πόδι,
είπα να πάρω συντροφιά
νάχω μια ηλιαχτίδα,
και τ’ όνομα της ρώτησα
την λέγανε Ελπίδα.
Μαζί λοιπόν διαβήκαμε
σπασμένη την Ελπίδα.
Τα μονοπάτια τα τραχιά
κουτσαίνοντας το βήμα.
Κι’ όταν εδίψασα πολύ,
λίγο νερό, που μια πηγή ;
με κοίταξε στα μάτια.
Δροσιά του νου ξεδίψασα
κι’ είπα να προχωρήσω.
Συζήτηση την πιάσαμε
βαστώντας της το χέρι,
μαζί μας ήρθε συντροφιά
ολόδροσο αγέρι.
Βήμα και χρόνος σμίξανε
μιλάγαν μεταξύ τους.
Μιλάγαν για τα όνειρα,
τότε παιδιά που ήταν.
Τότε που γυμνοσάλιαγκες
γινότανε βαπόρια.
Τότε, ξύλα που τρέχαμε
σφυρίζοντας σαν τρένα.
Καλάμια γίναν άλογα
με μας τον καβαλάρη.
Και τι χαρά, τι φούσκωμα,
σαν τρέχαμε στους κάμπους.
Και πρίγκιπες και βασιλιάς,
όλοι μες την καρδιά μας.
Τότε που μάτια τρέχανε
ορίζοντες παραμυθιού,
ζωής ιππότες στρογγυλής
Λάνσελοτ μα και περικλής.
Άσπρο σεντόνι π’ έπλυνε
η μάνα να στεγνώσει,
το σκίσαμε, φορέσαμε
γιατρού πάρουμε γνώση.
Τα σύννεφα σαν τρέχανε
τι βουητό που κάναμε,
χέρια μας νάναι ανοιχτά
πλάνα – αεροπλάνα,
γέλια χαρά και όνειρα,
όνειρα… όνειρα μας…
ζωή γλυκιά φαινότανε
προσκύνημα και κάθισμα,
παράδεισου ρυάκια.
Κούκλες – παιδιά – νανούρισμα ,
εσύ ελπίδα μου γλυκιά
κρατούσες τη καρδιά μου.
Κι’ εγώ ατίθασο παιδί
μεγάλος την ιδέα,
τρέχοντας σκότωνα εχθρούς
έκοβα τα σταφύλια,
Βάκχου θεού που άκουσα
ποτίσουνε τα χείλια.
Παιδιά που μεγαλώνοντας
με χτύπους της καρδιάς τους,
να πέφτουνε στα γόνατα
χαλώντας όνειρα τους.
Και ‘συ πάντα με σήκωνες
να τρέξω, προχωρήσω.
Ποτέ ! Μου έλεγες γλυκιά,
ποτέ να μη λυγίσω.
Μεγάλωσα, Ελπίδα μου,
λαχεία τα κρατούσα,
σου φώναζα, με κοίταγες
κι’ εγώ χαμογελούσα.
Πόρτες άρχισα να κτυπώ
που κλείναν πάντα βιαστικά
και μαύρα τα μουρμουρητά.
Λόγια μεγάλα άκουγα
με μαύρη φορεσιά.
Και ‘συ πάντα συντρόφισσα
ποτέ σου δεν με άφησες
γλυκιά αγαπημένη.
Μαζί μου πάντα στη ζωή
παντού και στα Καράβια,
που παιδικά τα όνειρα
σπρώχνανε γυμνοσάλιαγκες,
τώρα γίναν αληθινά
βιράροντας τις άγκυρες.
Όνειρα… όνειρα παλιά,
όνειρα σκοτωμένα.
Καλά που σ’ έχω συντροφιά
γλυκιά, πάντα εσένα.
Και όλο προχωρούσαμε
κουτσαίνοντας το βήμα,
ώσπου και η συζήτηση
πήγαινε να τελειώσει.
Πόδια που πόναγαν πολύ,
παπούτσια είχαν λιώσει.
Πορεία – αίμα της ζωής
σταγόνες του στο πέτο.
Και φτάσαμε πια στους γκρεμούς,
ερείπια και σκόνη….
Τα όνειρα νάναι νεκρά,
σπασμένη κι’ η αγχόνη.
Μόνο τα λίγα - μερικά
πονάγανε ακόμη.
Κοίτα γλυκιά Ελπίδα μου
το χέρι μας απλώνουν.
Και ‘γω μη έχοντας το νου
τι άλλο για να δώσω,
Τους έδωσα μια λαμπάδα λευκή,
φορεσιά που έκλεψα από τα κύματα
και την έδωσα να τη σιδερώσει ο άνεμος του Ωκεανού
που φύσαγε μανιασμένα στου καραβιού μου τη πλώρη.
( Αφιερωμένο στη ζωή μου και στη καριέρα μου, ως Πλοίαρχος στη Θάλασσα. )
Νίκος Στυλιανού