Όταν το βαθύ κουράστηκε
στο βάθος του ωκεανού,
μήνυμα στη συζήτηση
ζητώντας απ’ τον ήλιο,
τα κύματα ηρέμησαν
στης καταιγίδας τέλος.
Το μοναδικό έτρεξε να μεσολαβήσει,
κουβαλώντας στους ώμους
την απόφαση.
Η μελαγχολία κλείστηκε στο γιαπί,
τραβώντας τις κουρτίνες
και σβήνοντας τ’ αναμμένο κερί.
Η πανσέληνος τράβηξε το μακρύ σύννεφο
κοντά της για να κρυφτεί.
Όλες οι γλώσσες έφτυσαν
τους κόμπους,
κι’ άρχισαν να μιλούν
ψιθυριστά.
Τα μπαλκόνια πλύθηκαν
απ’ τα βρώμικα νερά
π’ απόμειναν,
ποτίζοντας τις γλάστρες.
Οι αστραπές μακριά,
παρακολουθούσαν ειρωνικά,
χωρίς να φανερώνουν την παρουσία τους.
Και το δελφίνι
πηδώντας τόσο ψηλά,
υπέγραψε το ασύλληπτο
με μια λέξη.
Επανάσταση.
Και βούτηξε στα βάθη και πάλι,
αγγελιαφόρος του όλου.
Ξεσηκωμός.
Σύνεδροι, μάρτυρες κι’ ένορκοι
με βλέμμα τεντωμένο,
ψιθυριστά μουρμούρισαν
να βγει το πεπρωμένο.
Το βάθος εις το έδρανο,
τ’ απύθμενο μαζί του
κι’ η σκοτεινιά ‘πο πίσω του
κρατώντας τη φωνή του.
Κι’ απέναντι ο ήλιος που
κουβάλαγε το φως του,
στόλισμα όλα τα’ άλογα
στο άπλετο το βιος του.
Δέκα εφτά οι Άνοιξες.
δέκα εφτά Χειμώνες.
Δέκα εφτά χρονών φωνές
μέσα στους ελαιώνες.
Σαν μπήκε με το άλογο
ατίθασο και νευρικό
λουσμένη η εφηβεία,
όλες οι ισορροπίες
κάθισαν αμίλητες – έκθαμβες.
Και οι αλαφιασμένες ανάσες
άρχισαν να κοιτούν τους ορίζοντες,
κατανοώντας το Θαύμα
της μετάλλαξης, της δύναμης
καλωσορίζοντας τη Νιότη.
Κι’ εγώ με λυγισμένα γόνατα
απέμεινα απ ’ έξω,
να μαδώ μια μαργαρίτα.
Νίκος Στυλιανού