Άδειασα όλους τους φακέλους απ’ τα γράμματα
κι’ έβαλα στον καθένα
ένα ζεστό χαμόγελο.
Ύστερα ανέβηκα στο λόφο,
να δω τον κόσμο από ψηλά.
Μα δεν μπόρεσα ν’ απλώσω το βλέμμα μου,
απ’ τις πολύχρωμες πεταλούδες
που γέμισαν τον ορίζοντα
και πέταγαν χαρούμενες γύρω μου,
παραμερίζοντας τα σύννεφα
και διώχνοντας την πίκρα και την θλίψη,
που έτρεχαν τρομαγμένες στα πηγάδια
και στις ρωγμές των βουνών,
ψάχνοντας να βρουν τις χαράδρες της ύπαρξής τους.
Και σηκώθηκαν όλα τα χέρια
κρατώντας τριαντάφυλλα,
νάρκισσους και ζουμπούλια.
Κι’ ακούγονταν τραγούδια
απ’ τις καπνοδόχους των σπιτιών,
που ζέσταιναν το χιόνι και το έλιωναν.
Και μάνες να σηκώνονται χαρούμενες,
γεμάτες ελπίδα.
Κρατώντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους,
ευτυχισμένες.
Και ακούστηκε το γέλιο
να τραγουδά το ευαγγέλιο,
να ευχαριστεί το τίποτα,
το τόσο απλό, μα δυστυχώς σπάνιο.
Κι’ άνοιξαν όλες οι εκκλησιές
να αναστήσουν.
Και τα Φλαμέγκο με τους ερωδιούς
αντάλλασαν τα χρώματα τους.
Κι’ όλα τα δέντρα θρόιζαν χαρά
και την έριχναν στο χώμα,
που άφησε όλους τους σπόρους
που κράταγε φυλακισμένους
ν’ ανθίσουν, να μεγαλώσουν
και να δώσουν την καλοσύνη τους.
Κι’ όλες οι φυλακές φωτίστηκαν
κι’ έλιωσαν τα σιδερένια κάγκελα
και πήρε τη θέση τους η ελπίδα,
βάζοντας την μοναξιά,
να καθίσει πίσω, μακριά της.
Και το φως άπλετο και δροσερό,
ν’ αγκαλιάζει και να αιμορραγεί ελεημοσύνη.
Και δάκρυσα. Και χάρηκα.
Και δόξασα τη δύναμη,
που το τίποτα, το κάνει υπαρκτό
και μεγάλο.
Κι’ ένιωσα την ζέστη που ερχόταν
απ’ τις καρδιές των ανθρώπων.
Κι’ ένας ψίθυρος γύρω μου
που τραγουδούσε χαρούμενα, ευχαριστώ.
Ήταν η αναπνοή μου, που παρέσυρε έξω,
το γέλιο το αυθόρμητο,
απείκασμα της χαράς,
που με χρυσό πλεούμενο,
μπήκε στο λιμάνι της καρδιάς μου
κάνοντας με ευτυχισμένο.
Νίκος Στυλιανού