Αιτία και γνώση αντικριστά..
Αυλάκια αφυδατωμένα, σκέψεις νεκρές..
Γη ταπεινωμένη, όρκος πληγωμένος
πουκάμισο ανοιχτό, μούσκεμα ιδρωμένος..
Ερχόταν πάλι η ομίχλη της θλίψης χαμηλά,
θάβοντας όλα τα ερείπια
που παρέμεναν να κλαίνε
στο κάστρο της παπαρούνας,
με τις τσουκνίδες να μαλώνουν,
ν’ απειλούν το χαμομήλι,
που μπήκε ανάμεσά τους
προσφέροντας την ίαση.
Αιτία και γνώση αντικριστά.
Οι αιτίες να ζητούν τον λόγο και πικρό καφέ.
Με τα κατωσύννεφα ν’ αρχίζουν να βουρκώνουν.
Μπόρες που γεννήθηκαν από δάκρυα,
να βρέχουν ξινό νερό
που καίει το πράσινο και το λευκό,
που φύτρωσε να συμμετάσχει
γιατί νόμισε πως υπάρχει αγάπη.
Αιτία και γνώση αντικριστά.
Κι’ η θλίψη πλέον συντροφιά,
στ’ αργά και ακανόνιστα τα βήματά μου
που μπάσες χορδές, χτυπούν την πόρτα της καρδιάς
ζητώντας το αίμα για να τα στηρίξει.
Χέρια να τρέμουν νευρικά,
δάχτυλα ιδρωμένα, βιαστικά
κόβουν την μαργαρίτα,
να την προσφέρουν στις αιτίες, παρακαλώντας τες.
Κι’ αυτές να την μαδούν γρήγορα, αφήνοντας εμένα,
να υπάρχω στο όχι τους.
Ο αγέρας που φυσά στο παντού,
ήρθε κοντά περίεργος, ψυχρός,
αφήνοντας τις ριπές στα δέντρα,
να κλαίνε και να διαμαρτύρονται για μένα,
να μου δείξει καλοσύνη.
Μ’ αυτός να παγώνει τον ιδρώτα στο ανοιχτό πουκάμισο,
δίνοντας το χέρι στην αγάπη,
ν’ ανέβει πάλι στην καρδιά να τραγουδήσει.
Όταν δυο χτύπους κι’ ένας τρείς,
α-γα-πη πόρτα σου χτυπώ
για να με συγχωρήσεις,
προσφέροντας κυκλάμινα,
που βρέθηκαν στον δρόμο.
Κι’ εσύ με βλέμμα θάλασσα
και με μαλλιά του ήλιου,
με κοίταξες, με φίλησες,
χαράς τα λόγια μίλησες.
Σαν γύρισα στον άνεμο,
του είπα να κοπάσει.
Κι’ εσείς αιτίες στο καλό,
ποτέ να μην σας ξαναδώ.
Όσο για μαργαρίτες,
ξέρω κι’ εγώ να τις μαδώ,
χωρίς ν’ αφήνω όχι.
Τώρα στο κάστρο θ’ ανεβώ,
φρουρός αγάπης, το ψηλό,
θα στέκω εσένα να φιλώ
στον ύπνο σου τον απαλό,
ποτέ πια να μη κλάψεις .
Νίκος Στυλιανού