Χωρίς ανάσα
είμαστε ακόμα εδώ
στον ίδιο βυθό
στις ίδιες θλιβερές διασταυρώσεις
εξόριστοι
εξώστιχοι
Ανταλλάσσοντας ηλικίες
αφήνοντας μεγάλες λέξεις να πέσουν στο κενό
ψηφιακά ελκόμενοι απ’ το οθόνιο τίποτα
που μας εμπαίζει
και μας αφήνει γυμνούς
άστεγους.
Μας έχουν ξεκάνει τα πρόσωπα
δεν μας καταλαβαίνουν πια
ούτε και μείς καταλαβαίνουμε τι λένε
τσακίζονται μονομιάς όσα μας οπλίζουν με σύννεφα λευκά
Μέσα μας νερό που δεν πίνεται
δέντρα με κόμπους και γάντζους
τρομαγμένα πετάγματα
εκσκαφείς της Στάγιερ
της Ντόιτς
πολυφαινόλες
Τίποτα δεν έρχεται
τίποτα δεν πηγαίνει
οι στρατιώτες περιπολούν ακόμα
οι μηχανές εξακολουθούν ν’ αλέθουν
κι οι πορτοφολάδες του θρόνου
καλλιεργούν συνεχώς τις εξουσίες τους.
Άλλο δεν έχουμε από παράπονο
ο άνεμος χτυπά
ο άνεμος μπαίνει
τι να κρατήσεις
κι από πού να κρατηθείς
οι βαλεριάνες δε μας σώζουν
Ανηφορίζουμε
ανηφορίζουμε
λαχταρώντας ένα σάλπισμα καραβιού
μια φωτιά στο βουνό
ένα φως αγγελικό να μας ντύνει τις νύχτες
Το αίμα μας δεν έχει δύναμη
δεν μπορεί να μιλήσει
να φωνάξει
είμαστε ακόμα εδώ
σκοτεινοί
ολοσκότεινοι
μ’ ένα λυγμό να κόβει τα θαμμένα μας κεφάλια.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ