Τι κι αν δεν υπολόγιζες ;
τι κι αν δεν το σκεπτόσουν ;
τι κι αν ποτέ δεν ήξερες
και δεν το φανταζόσουν ;
Ήταν εκεί
πάντα εκεί
περίμενε την « ώρα »
κοίταγε τα μελλούμενα
έτρεχε και ρωτούσε
σε ζήταγε
σε έψαχνε
γι αυτό κι αγωνιούσε..
Και όταν ήρθε
ρώτησε..
σου ζήτησε αγάπη
σου ζήτησε
απάντηση
εάν και θα δικάσεις.
Το βλέμμα σου το σκόρπισες
και μίλησες για άλλα
έκανες δεν κατάλαβες
κι ανέβηκες την σκάλα
ανέβηκες..
ανέβηκες..
κι ακόμα ανεβαίνεις..
…………………………… . .
Παράπονα ψιθυριστά
σε άκουσα να κάνεις
πως κει ψηλά ζαλίστηκες
κόντεψες να πεθάνεις..
Και τότε εφοβήθηκες
λάθος πως έχεις κάνει..
Κι έψαξες τρόπο να σκεφτείς
κάτω για να κατέβεις
να’ ρθεις και πάλι χαμηλά
στο ίσιωμα κοντά μας,
γιατί αυτό που αντίκρισες
το μόνο π’ ανακάλυψες
και μυστικό που βρήκες..
πως της δικής μας της χαράς
το γέλιο κατοικούσε
εκεί ψηλά που βρέθηκες,
κι ήταν τα μόνα χρώματα
χαμόγελα κι αρώματα
ζωής παλμός μοναδικός
στο μαύρο της αβύσσου.
Γι αυτό σου άξιζε να πω
με δύναμη ..
Ντροπή σου !
Κι όμως δεν είπα τίποτα
σε έσφιξα στην αγκαλιά
γιατί ετιμωρήθηκες
και μόνο
που αντίκρισες
το μαύρο της αβύσσου…
Νίκος Στυλιανού