Κι όλο χάνομαι μέσα σε σύρματα
και βλέπω σταυρούς
φλεγόμενα σταυροδρόμια
ποτάμια αίματος
τα όνειρα έπαψαν να μ’ επισκέπτονται
στα φεγγαρόφωτα του ύπνου
οι γείτονες μου νεκροζώντανοι
ηχηροί σκελετοί
απλώνουν το χέρι τους και γίνεται μαχαίρι
σαν πληγωμένο ερπετό γλιστρά ο καιρός
χωρίς χρώματα
χωρίς πουλιά περαστικά
σβήνουν τα λόγια κι ας μη φυσάει
κι όταν φυσάει
ένα ακύμαντο κύμα τα σβήνει
βουνά από μπετόν μ’ ανασκάπτουν
μου σκεπάζουν τα βλέφαρα
το κορμί μου πονά
αιμορραγεί ασταμάτητα
θέλω να σ’ αγγίξω, αγάπη μου
αλλά σηκώνεται αέρας κουρνιαχτός
με παρασέρνουν
Σπασμένο κέλυφος ταξιδεύω
θρηνώντας για τις αμαρτίες του είδους μου
χρόνια τώρα θρηνώντας
για τη γέννησή μου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ